Ο Ινοχ είναι ένα μελαγχολικό αγόρι που επισκέπτεται τακτικά κηδείες αγνώστων – σε μια από αυτές γνωρίζει την Αναμπελ που, όπως θα μάθει, είναι μοιραία άρρωστη. Τα δυο παιδιά θα υποστηρίξουν το ένα το άλλο σ’ ένα παιχνίδι με το θάνατο, χωρίς όμως να μπορέσουν ν’ ανατρέψουν την πορεία της ζωής.
Δυο έφηβοι, ο ένας πρόσφατα σημαδεμένος από το θάνατο και η άλλη με την εικόνα του στο προσεχές μέλλον, αποφασίζουν ν’αντισταθούν στη μοίρα με το μεγαλύτερο κι ευρηματικότερο ενθουσιασμό που μπορούν να συγκεντρώσουν. Ετσι γίνονται ένα άτακτο, θρασύ, ονειροπόλο, ατίθασο δίδυμο κι η σχέση τους όχι μόνο θα προκαλέσει τη ζωή, αλλά θα γεννήσει και την πρώτη ρομαντική αγάπη. Δυο ευαίσθητα πειραχτήρια που βγάζουν τη γλώσσα στις ετικέτες για να μην αποδεχτούν το φόβο τους.
Ο έρωτας, η θλίψη, η αθωότητα και ο θάνατος, συνδυασμένα με την κάθε φορά πρωτόγνωρη εφηβεία, είναι υλικά με τα οποία κάθε σκηνοθέτης, αλλά ειδικά ο Γκας Βαν Σαντ, θα μπορούσε να είχε κάνει ένα μελαγχολικό αριστούργημα. Ο πρώτος έρωτας που, από τη γέννησή του, έχει συγκεκριμένη και κοντινή ημερομηνία λήξης, εξ ορισμού κερδίζει μια μοναδική τραγικότητα. Κι όμως, παρά την αναμφίβολη αισθητική ομορφιά της, η ταινία είναι ένα στιλάτο, επίπεδο μελόδραμα.
Το σενάριο είναι επιτηδευμένα εναλλακτικό – όπως είναι, βέβαια, συνήθως και η εφηβεία – ο θάνατος παίρνει ιδιαίτερη διάσταση απλώς και μόνο επειδή οι ήρωες είναι παιδιά, οπότε αυτό που τους συμβαίνει είναι καταφανής αδικία. Κι όχι από τη διορατικότητα, την εμβάθυνση ή την επιμέλεια του σκηνοθέτη. Ο Γκας Βαν Σαντ μας έχει συνηθίσει σε λίγες, πολύ εμπορικές και πολλές, βαθειά ιδιοσυγκρασιακές ταινίες. Αυτή εδώ έχει ένα στυλιζαρισμένο περιτύλιγμα αλλά στην ψυχή της μένει επιφανειακή, ακόμα και απλοϊκή.
Ο σκηνοθέτης διατηρεί, όπως στο μεγαλύτερο μέρος του έργου του, το ενδιαφέρον του για τους εφήβους, αλλά το τοποθετεί σε πιο ρεαλιστική, πιο συγκροτημένη βάση απ’ό,τι στις τελευταίες, πιο αλληγορικές ταινίες του – και, παραδόξως, αυτό δε λειτουργεί.
Το «Restless» θα είχε ενδιαφέρον ως ταινία πρωτοεμφανιζόμενου, γιατί φυσικά η σκηνοθετική αφαιρετικότητα και η υποτονική ματιά που χαρακτηρίζουν τα αριστουργήματα του Γκας Βαν Σαντ είναι κι εδώ παρόντα, αλλά στην ψυχή της η ταινία δεν έχει κάτι το ενδιαφέρον ή το ξεχωριστό, πέρα από μερικά αφηγηματικά ευρήματα, όπως τις επισκέψεις στις κηδείες, τον ενδυματολογικό κώδικα των ηρώων ή τον φανταστικό φίλο τού Ινοχ.
Ο Χένρι Χόπερ προκαλεί τη συμπάθεια μόνο και μόνο επειδή θυμίζει έντονα τον πατέρα του, Ντένις Χόπερ: οι ερμηνευτικές του δυνατότητες δεν είναι καθόλου εξασκημένες. Αντίθετα, η Μία Γουασικόφσκα με κάθε της ταινία κάνει ένα παραπάνω δυνατό αλλά ευάλωτο βήμα προς το να αναδειχθεί σε μια από τις σπουδαίες ηθοποιούς της επόμενης δεκαετίας.
Ακόμα χειρότερα, η ταινία είναι απ’ ευθείας αναφορά στο «Χάρολντ και Μοντ» του Χαλ Ασμπι κι αυτό προκαλεί ακόμα περισσότερη απογοήτευση, γιατί ό,τι ιδιαίτερο, αποκαλυπτικό, πρωτότυπο, ενοχικά διασκεδαστικό και σπαρακτικό είχε εκείνη η ταινία, λείπει παντελώς από αυτήν εδώ.
Ο συνδυασμός της χειμωνιάτικης αλλά φωτισμένης με ζεστασιά φωτογραφίας του Χάρι Σαβίδη και της συγκρατημένης σκηνοθεσίας του Γκας Βαν Σαντ δίνουν ένα ενδιαφέρον και μια ιδιαίτερη προσωπικότητα σε μια ιστορία που τελικά δεν είναι παρά μια φούσκα, ένα μελόδραμα που αρνείται τη φύση του, μια συνηθισμένη, mainstream ιστορία με παράξενα ρούχα και αδιάκοπες «ψαγμένες» ατάκες.
Το σάουντρακ είναι απίθανο για να το έχεις και να το ακούς, αν και στην ταινία φαίνεται υπερβολικά δουλεμένο κι επίμονο.
Εννοείται πως στο φινάλε ρίχνεις δάκρυ με την καρδιά σου, αλλά απόλυτα ψυχαναγκαστικά και καθώς μουντζώνεσαι που αυθυποβλήθηκες από κάτι που απλώς είδες, αλλά δεν ένιωσες στην ψυχή σου.