«Εγεννήθηκα στα τέλη Δεκέμβρη του 1902. Διορίστηκα δάσκαλος το 1924. Εγινα μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος το 1925. Απολύθηκα από δάσκαλος το 1931 και αφοσιώθηκα πλέρια στο Λαϊκό Επαναστατικό κίνημα. Το κόμμα μου, αναγνωρίζοντας τις πράξεις μου, με ανέβασε σε όλα τα σκαλοπάτια της Κομματικής ιεραρχίας. Ταξίδεψα στο εξωτερικό. Φυλακίστηκα πολλές φορές. Τελευταία πιάστηκα από προδοσία το Νοέμβρη του 1952. Σε δύο μέρες μετά τη σύλληψή μου, το ΠΓ από λαθεμένες ενδείξεις και από υποβολιμαίες από τον εχθρό πληροφορίες με χαρακτήρισε προδότη. Εγώ ήμουν, είμαι και θα παραμείνω πιστός στο Κόμμα μου, στον Κομμουνισμό και στη λαϊκή υπόθεση. Θάρθη καιρός που οι κατήγοροί μου –οι τίμιοι και οι καλόπιστοι –θα ντρέπονται για την ελαφρότητα που έδειξαν απέναντί μου. Τον Αύγουστο του 1953 καταδικάστηκα δις σε θάνατο. Η αναίρεση στον Άρειο Πάγο απερρίφθη. Τώρα περιμένω το Συμβούλιο Χαρίτων και κλεισμένος στο κελί της απομόνωσης περιμένω το θάνατο, είτε από το εκτελεστικό απόσπασμα ή από την αρρώστια. Πήρα συντρόφισσά μου την Ιουλία Α. Παπαχρίστου».

Πρόκειται για ένα από τα τελευταία αυτοβιογραφικά σημειώματα που έγραψε ο φυματικός Νίκος Πλουμπίδης στη φυλακή, λίγους μήνες πριν την εκτέλεσή του στο Δαφνί τον Αύγουστο του 1954. Κρυφά, σε τσιγαρόχαρτο, όπως άλλωστε έγραφε και όλες τις επιστολές του προς την επίσης φυλακισμένη σύζυγό του Ιουλία και τον κουνιάδο του Δημοσθένη Παπαχρήστο, τις οποίες τσαλάκωνε μικροσκοπικά για να μεταφέρει στην επισκέπτρια πεθερά του με ένα φιλί! Το συγκεκριμένο σημείωμα δεν παρατίθεται στο νέο ντοκιμαντέρ του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου, αναφέρονται όμως δεκάδες άλλα που μορφοποιούν τον δραματικό βίο του «κακούργου» για τα εκάστοτε ελληνικά μεσοπολεμικά και μεταπολεμικά καθεστώτα και αποκηρυγμένου από τηνΑριστερά «χαφιέ», και στοιχειοθετούν συνάμα την προσωπογραφική/ιστορική/πολιτική τεκμηρίωση του δημιουργού των ταινιών «Ημερολόγια Καταστρώματος – Γιώργος Σεφέρης», «Γιάννης Μόραλης» ή «Τη Νύχτα που ο Φερνάντο Πεσόα Συνάντησε τον Κωνσταντίνο Καβάφη», μεταξύ άλλων.

Εμείς το χρησιμοποιούμε απλώς ως σύνοψη για την ταραχώδη ζωή και δράση του «Κόκκινου Δασκάλου» (παρατσούκλι που πήρε ο Πλουμπίδης όχι μόνο λόγω πρότερης ιδιότητας εκπαιδευτικού αλλά και μακράς φοίτησής του στη Λενινιστική Σχολή της Μόσχας, όπου εμπέδωσε τον μαρξισμό την περίοδο 1934-35), ως βολική, θα λέγαμε, εισαγωγική σημείωση (ή υπόμνημα, για τους πιο ενημερωμένους) για ένα πυκνότατο σε πληροφορία ντοκιμαντέρ που καλύπτει 52 χρόνια προσωπικής ιστορίας και άλλα τόσα συλλογικής. Η επιτυχία του σκηνοθέτη είναι πως συνυφαίνει τη βιολογική πορεία του υποκειμένου του με την πολιτική του τόπου (και φυσικά της Αριστεράς, με όλα τα λάθη και τους κατακερματισμούς της) με τέτοια ρευστότητα και «άρθρωση» που κάθε πληροφορία αφομοιώνεται αβίαστα από τον θεατή. Ανάσες σιωπών ενθέτονται καίρια στο αρχειακό υλικό, ο ηχητικός σχεδιασμός του Θύμιου Κολοκούση και ημουσική του Πλάτωνα Ανδριτσάκη σχολιάζουν εύστοχα τις διακυμάνσεις της τραγικότητας, οι δε εκτός κάδρου αναγνώσεις (των γραμμάτων και των επιστολών) εναλλάσσονται κομψά με τα ομιλούντα κεφάλια των επιστημονικών συμβούλων και των απογόνων του «προδότη» του ΚΚΕ, το όνομά του οποίου αποκαταστάθηκε (ηπίως) από το κόμμα το 1958 -σχεδόν 40 χρόνια πριν το δικαιώσουν οριστικά τα «Ντοκουμέντα» που δημοσίευσε ο Δημοσθένης Παπαχρήστος.

Πρωταγωνιστής στους συγγενείς ο γιος του, ο ψυχίατρος Δημήτρης Πλουμπίδης, το ομιλών κεφάλι με τον περισσότερο φιλμικό χρόνο. Ο μειλίχιος τόνος και ο σχεδόν τραγουδιστός ρυθμός αφηγήσεών του για τον πατέρα που δε γνώρισε ποτέ παρά μόνο για λίγα λεπτά στη δίκη του όταν ήταν 6 χρονών, ενώ ταυτόχρονα εξομολογείται και αυτοψυχαναλύεται, είναι το πιο ανατριχιαστικό κομμάτι του φιλμ, το πιο υπόγεια εκκωφαντικό σε συγκινήσεις.