Ο Ρόμπερτ Εγκερς είναι, χωρίς αμφιβολία, ένας από τους πιο συναρπαστικούς Αμερικανούς σκηνοθέτες της νεότερης γενιάς, φιλόδοξος, εστέτ, με μια ροπή στο σινεμά του φανταστικού, του μεταφυσικού, του φολκ τρόμου. Αλλες ταινίες του δίνουν στο πάντα στιλιζαρισμένο όραμά του περιεχόμενο, η «Μάγισσα», η πρώτη μας γνωριμία και ειδικά ο «Φάρος», άλλες μένουν στην κινηματογραφική ομορφιά, «Ο Ανθρωπος από τον Βορρά» και, ως ιστορική χαμένη ευκαιρία, αυτή εδώ η διασκευή του Νοσφεράτου, ή του Δράκουλα, του μεγαλύτερου gothic ρομάντζου, μιας υπερβατικής ιστορίας ερωτικής εμμονής αλλά και αιχμηρού πολιτικού λόγου, που στα χέρια του Εγκερς γίνεται ένα εντυπωσιακότατο κενό.

Ο Εγκερς, θαρραλέα, διασκευάζει την εμβληματική ταινία του Μουρνάου του 1922, «Νοσφεράτου, Μια Συμφωνία Τρόμου», την πρώτη κινηματογραφική μεταφορά του Δράκουλα του Μπραμ Στόκερ, ανεπίσημη, τότε και καλυμμένη, μια και ο Γερμανός μετρ δεν είχε εξασφαλίσει τα δικαιώματα του έργου από τη χήρα Στόκερ. Η Ελεν, μια εύθραυστη δεσποσύνη που από τρυφερή ηλικία κατατρέχεται από όνειρα ή φαντασιακές «επισκέψεις» που της προκαλούν τρόμο και μαζί σεξουαλική αναστάτωση, παντρεύεται τον νεαρό δικηγόρο Τόμας Χάτερ: ο πρώτος καιρός της σχέσης τους είναι ευτυχισμένος. Ολα θ' αλλάξουν όταν στον Τόμας θ' ανατεθεί να επισκεφτεί έναν ηλικιωμένο αριστοκράτη, «με το ένα πόδι στον τάφο», στον πύργο του στην Τρανσυλβανία, προκειμένου εκείνος να υπογράψει τα συμβόλαια αγοράς ενός σπιτιού στη Γερμανία, όπου ζει το νεαρό ζευγάρι. Ο άνδρας, ο Κόμης Ορλοκ, είναι το πρόσωπο που στοιχειώνει τα όνειρα και την αφύπνιση της Ελεν κι αυτή η συνάντηση μαζί του θα ξυπνήσει ένα γαϊτανάκι διεκδίκησης, θανάτου και μάχης με το υπερβατικό - ή απλώς το διαφορετικό, το σκεπασμένο ταμπού, το απαγορευμένο. 

Με τον χαρακτηριστικό του τρόπο, αυτόν που εκπορεύεται από τη θητεία του στη σκηνογραφία και την ενδυματολογία, αλλά και το χάρισμά του να πλάθει εικαστικά σύμπαντα που ρουφούν τα μάτια και το μυαλό μέσα τους, ο Εγκερς κατασκευάζει έναν πανέμορφο, μνημειώδη ακόμα, κόσμο από προβικτωριανά κτίσματα, σκοτεινούς δρόμους, μικρές αβύσσους, σπλάχνα και αίμα, έναν κόσμο κατάμαυρο παρότι έγχρωμο, όπου το μαύρο και το πορφυρό σκεπάζουν κάθε άκρη της οθόνης με φρίκη και προσμονή. Η αντίθεση της σαπισμένης και της ασπίλωτης σάρκας γίνεται το εργαλείο του, τα ποντίκια σπέρνουν κυριολεκτική και πνευματική νοσηρότητα, ο σεξουαλικός αισθησιασμός, τόσο κοντά στο θάνατο, δαγκώνει τεντωμένους λαιμούς και την κραταιά ηθική της εποχής.

Ταυτόχρονα, ο Εγκερς τιμά την αισθητική της ταινίας του Μουρνάου, τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, το εκφραστικό κιαροσκούρο, τις επαναλαμβανόμενες οριζόντιες και κάθετες γραμμές στο κάδρο, τους σταυρούς που μεταφράζονται σε φυλακές της ψυχής, τις απρόβλεπτες γωνίες λήψης και τα πολύπλοκα πλάνα, δουλεύοντας με το «άλλο του μισό», τον διευθυντή φωτογραφίας Τζάριν Μπλάσκι που κάνει κι εδώ τα ειδωλολατρικά μαγικά του.

Οσο, όμως τα μάτια πανηγυρίζουν μ' αυτή την επιτομή της γοτθικής παράδοσης, βασισμένης γερά στην αυθεντική αισθητική της εποχής και της τέχνης της, τόσο άδειο αποδεικνύεται το άρμα της ταινίας. Η Λίλι-Ρόουζ Ντεπ βρίσκει στην Ελεν τον ιδανικό ρόλο τής ως τώρα καριέρας της, έναν πετυχημένο συνδυασμό αιθέριου και ζωώδους, εξωπραγματικού, αλλά το σενάριο αντιμετωπίζει επιπόλαια και πρόχειρα τη φεμινιστική προσέγγιση που θέλει να έχει: η αφήγηση γίνεται, μεν, από την οπτική της νεαρής νύφης, ο κύκλος της αντιμετωπίζει τα οράματά της ως γυναικεία υστερία που θα «καθησυχαστεί» μ' ένα σφίξιμο του κορσέ που «ηρεμεί τη μήτρα», αλλά η Ελεν παραμένει, στην ταινία, ένα βολικό εργαλείο.

Ο Νίκολας Χολτ αποδίδει πετυχημένα την αθωότητα και την αφέλεια του Τόμας, οι δεύτεροι ρόλοι (ο ταραγμένος Καθηγητής του Γουίλεμ Νταφόε, ο διαταραγμένος ψυχίατρος του Ραλφ Ινεσον), δεν είναι παρά καρικατούρες και, κυρίως, ο μέγας Κόμης Ορλοκ, ενσαρκωμένος από τον Μπιλ Σκάρσγκαρντ άφαντο μέσα στο μακιγιάζ και τα εφέ, είναι περισσότερο αλλόκοτος κι άθελά του κωμικός, παρά επιβλητικός, υπεράνθρωπος, ενσκάρκωση του Τρόμου. 

Περισσότερο, ωστόσο, απ' αυτό, ο Εγκερς, που χτίζει ένα μαγευτικό ανθρώπινο και πέτρινο τοπίο στην οθόνη, καθόλου δεν ενδιαφέρεται να πει κάτι με την ταινία του, αυτό το υλικό που τόσο στη δημιουργική πένα του Στόκερ, όσο και στην κινηματογραφική φαντασία του Μουρνάου (και, αργότερα, του Χέρτσογκ ή του Κόπολα), αποτέλεσε χείμαρρο πολιτικού λόγου, για την αναγνώριση, αποδοχή, συμπερίληψη του Αλλου, όποιο κι αν ήταν, ανά εποχή, αυτό. Αρα σήμερα, στον καιρό της τόσο ηχηρής μισαλλοδοξίας, ο Εγκερς κλείνει τ' αυτιά του και παρουσιάζει μια ομορφιά, μια ταινία που δεν έχει άλλο λόγο ύπαρξης από την ανάδειξη της σκηνοθετικής του ικανότητας. Κι αυτό, για μια τόσο μακριά, θρυλική παράδοση και μια τόσο πλούσια ταινία, μοιάζει με χαμένη ευκαιρία.