Τι μπορεί να συμβεί ανάμεσα σε μια αρχή και σ' ένα τέλος, ανάμεσα στο τικ-τοκ του ρολογιού, ή ενός μετρονόμου για τις πιο ευάλωτες ψυχές και σ' ένα ντριν ενός τηλεφωνήματος με κακά μαντάτα; Η ζωή, φυσικά - το αδέξιο κατεπείγον της ενηλικίωσης, η πεισματική προσπάθεια διατήρησης της νιότης, η πικρή γεύση του φινάλε. Μ' αυτά τα «μικρά» ανθρώπινα καταπιάνεται ο Στέργιος Πάσχος στην τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του, μετά το «Αφτερλωβ» και τον «Τελευταίο Ταξιτζή», έχοντας ξεπεράσει κι εκείνος τις παιδικές αρρώστιες και φτάνοντας σ' ένα κέντρο του χρόνου, σε μια μέση ωριμότητας, που μοιάζει ν' αντιμετωπίζει τη ζωή με μια ελαφρώς μελαγχολική ψυχραιμία και την τέχνη του με την απλότητα της σιγουριάς (παρότι τίποτε απλό δεν κάνει στο φιλμ του).

Είναι 1999. Ο παππούς της έφηβης Μαργαρίτας πεθαίνει, και του είχε αδυναμία. Το κορίτσι αρνείται να πάει στο χωριό για την κηδεία, παρά την επιμονή της ισχυρογνώμονα γιαγιάς της, του πρακτικού μπαμπά της και της κουρασμένης μαμάς της που φαίνεται να περνά τη δική της απογοήτευση στο γάμο της. Αλλωστε, η Μαργαρίτα έχει κανονίσει ένα αυτοσχέδιο πάρτι στο σπίτι, παρέα με την κολλητή της και μια στίβα δίσκους. Οσο η Μαργαρίτα κάνει το πρώτο, πειραματικό, ερωτικό βήμα προς την ενηλικίωση, θα γυρίσουμε λίγες μέρες πίσω, όταν ο παππούς ήταν ακόμα ζωντανός και περνούσε μια βραδιά δικής του συνάντησης με τη νιότη του, στα γενέθλια τής Λούλας, του παλιού του έρωτα, που τώρα δεν θυμάται τίποτα από το παρελθόν.

Ενας αμετανόητος ρομαντισμός γεμίζει την ταινία του Πάσχου. Από τη μια στο αντικείμενό του, την καθολικότητα όσων όλοι οι άνθρωποι έχουμε ζήσει, τις οικογένειες, τους πρώτους έρωτες, τους χωρισμούς, τις αγάπες, τις επιλογές, τη νομοτέλεια του ότι όλοι ήταν κάποτε έφηβοι κι ότι όλοι οι έφηβοι κάποτε θα γεράσουν. Στις εγγονές που αγαπούν τους παππούδες τους και τις γιαγιάδες τους, στα πικ απ που ποτέ δεν ξεχάστηκαν, στο χρόνο που είναι αρκετός και για να χαρούμε και για να μετανιώσουμε, στ' αγόρια που είναι πάντα χαζά και στα κορίτσια και τις γυναίκες που η ταινία αγαπά τόσο πολύ.

Κι από την άλλη στο κινηματογραφικό του ύφος που κι αυτό χαϊδεύει το χρόνο, ανασύροντας διπλοτυπίες, slow motion, νυχτερινές αντανακλάσεις, λεπτά και σεβαστικά, σε μια σαν πηγαία συνομωσία του Πάσχου με τον διευθυντή φωτογραφίας Γιώργο Κουτσαλιάρη και τον μοντέρ Στάμο Δημητρόπουλο, αλλά και με μια αυτοσυγκράτηση κόντρα στον εντυπωσιασμό. Γύρω από δεύτερους ρόλους με τη στόφα, ξανά, του παλαιάς κοπής «καρατερίστα», από την Ελενα Τοπαλίδου - μάνα σε απόγνωση ως τον αριστουργηματικό Μαρίνο του Τάκη Βαμβακίδη και την αιθέρια Λούλα της Μισέλ Βάλεϊ, δύο είναι οι ηθοποιοί που ξεχωρίζουν, για διαφορετικούς λόγους. Η Δανάη Νίλσεν ως Μαργαρίτα, που δηλώνει με τη μορφή της, το ζωγραφιστό προφίλ της, τα χείλη της που τρέμουν ή πεισμώνουν και τη νεανική της αμηχανία, όσα είναι κι η ίδια άγουρη για να κατοχυρώσει ερμηνευτικά. Και φυσικά ο Θανάσης Παπαγεωργίου, ο Αλέκος που κάποτε ήταν νέος αλλά όχι πια, πάντα αριστοτεχνικός ηθοποιός αλλά εδώ με μια σαρωτική δύναμη σιωπής και βλέμματος (και μ' έναν ανεκτίμητο διάλογο με τον Βαμβακίδη μέσα σ' ένα αυτοκίνητο, σκηνή που ευχαρίστως θα βλέπαμε πολλές φορές ακόμα).

Η «Λούλα» είναι σίγουρα η λιγότερο εντυπωσιακή ταινία του Πάσχου - και ευτυχώς. Γιατί, με τις αμηχανίες της και τους δισταγμούς της, είναι η πιο ειλικρινής κι η πιο οικεία, από έναν σκηνοθέτη που πάντα βαφτίζει τη δική του νιότη στο παρελθόν. Ενα μερακλίδικα φτιαγμένο φιλμ κι άλλο τόσο απλό και ταπεινό, μια ταινία βαθιά υπαρξιακή, αλλά απαλά-απαλά.