Εκπληκτικός ηθοποιός έτσι κι αλλιώς, ο Ντανιέλ Οτέιγ τα τελευταία χρόνια έχει απλωθεί και στη σκηνοθεσία, με ανάμεικτα αποτελέσματα - στην Ελλάδα έχουμε δει, με δική του σκηνοθετική υπογραφή, το «Ερωτευμένος με τη Γυναίκα μου». Κι ενώ αυτή τη φορά χτίζει ένα σκοτεινό, υποβλητικό δικαστικό θρίλερ που κοχλάζει, καταφέρνει στο τέλος να το αφήσει να ξεχειλίσει με μια υπερβολή που ανατρέπει την ως εκεί στιβαρότητα της ταινίας.
Ο Ζαν Μονιέ, τον οποίο υποδύεται ο ίδιος ο Οτέιγ με κύρος και μια τραβηχτική μελαγχολία για την ανθρώπινη κατάσταση, είναι δικηγόρος στον οποίο ανατίθεται μια υπόθεση δολοφονίας. Ο Νικολά Μαλίκ (ο Γκρεγκορί Γκαντεμπουά, θαυμάσιος ηθοποιός με παραπλανητικά αθώο πρόσωπο), πατέρας πέντε παιδιών, κατηγορείται ότι δολοφόνησε τη γυναίκα του, μ' ένα μαχαίρι κι έναν συνεργό. Οσο ο Μαλίκ αρνείται, επίμονα, την ενοχή του, τόσο ο Μονιέ βρίσκει μια ευκαιρία να πείσει ενόρκους και δικαστή αλλά και να πιστέψει ο ίδιος την υπεράνθρωπη δύναμη του Νόμου και της ερμηνείας του.
Ο Οτέιγ σκηνοθετεί με ύφος κλασικό, με διπλά είδωλα και κατασκευασμένα απαγορευτικά όρια, δημιουργώντας έναν κόσμο που αναπνέει στο σκοτάδι και στα χαμηλά φωτισμένα εσωτερικά αστικών ή εργατικών σπιτιών (στα φλας μπακ στις διάφορες εκδοχές του υποτιθέμενου εγκλήματος) και, φυσικά, της αίθουσας του δικαστηρίου. Ο ρυθμός του είναι μπαρόκ, αναλυτικός, το σασπένς αυξάνεται αργά και το σενάριο δίνει χρόνο στους νομικούς διαλόγους ή μονολόγους, αναζητώντας κι αυτό την ισορροπία ανάμεσα στη λογική και το συναίσθημα. Κι ενώ η ταινία διατηρεί μια στέρεη, μπαρόκ αισθητική και ισχύ, στο φινάλε του τελευταίου δεκαλέπτου αποφασίζει να πάει και λίγο παραπάνω, και λίγο παραπέρα και να προσθέσει στην ιστορία της ταινίας ένα νέο, μικρό αλλά καταλυτικό κεφάλαιο, αυθαίρετο, μελοδραματικό, περιττό και αδικαιολόγητο που ανατρέπει τη δύναμη της προηγούμενης μιάμισης ώρας. Σαν ψυχαναγκαστική φλυαρία, σαν μια ασυναίσθητη προδοσία που μετατρέπει μια ωραία δικαστική ταινία σ' ένα εκνευριστικό τέχνασμα.