Ο Ολιβερ, γόνος πλούσιας οικογένειας, φοιτητής της Νομικής στο Χάρβαρντ και η Τζένιφερ, ταπεινής καταγωγής φοιτήτρια μουσικής, γνωρίζονται, ερωτεύονται και αποφασίζουν να ζήσουν μαζί. Οταν παντρεύονται, ο πατέρας του Ολιβερ απειλεί να τον αποκληρώσει. Η Τζένιφερ προσπαθεί να συμβιβάσει τα δύο μέρη, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ετσι, το ζευγάρι συνεχίζει να ζει πιστεύοντας πως η αγάπη μπορεί να διορθώσει τα πάντα. Μέχρι τη στιγμή που η μοίρα θα τους χτυπήσει την πόρτα...
Τι μπορείς να πεις για μια ταινία 40 χρόνων που ανακηρύχθηκε με την έξοδο της στους κινηματογράφους το 1970 ως ένα πρωτοφανές πολιτιστικό φαινόμενο, χαρακτηρίστηκε από «σκατά» μέχρι «αριστούργημα», επαναπροσδιόρισε δια παντός την έννοια του «tearjerker» αφήνοντας υγρές από τα δάκρια αίθουσες στο πέρασμα της και παραμένει ακόμη και σήμερα μια από τις πιο εμπορικές ταινίες όλων των εποχών;
Μπορείς να πεις πολλά. Να ξεκινήσεις από το πόσο απλοϊκά αντιλαμβάνεται ο Αρθουρ Χίλερ τα «επαναστατικά» 70s, θεωρώντας ως «νίκη προς το σύστημα» τις κακές λέξεις που εκστομίζουν οι ήρωες του και την υποτυπώδη κριτική που ασκεί στην ταξική πάλη «αποκληρώνοντας» τον Ολιβερ από τον πάμπλουτο πατέρα του. Να συνεχίσεις με το πόσο συντηρητικά και γλυκερά απεικονίζεται μια «μεγάλη» ιστορία αγάπης που θα μπορούσε να φλέγεται από το πάθος εν μέσω μιας ταραγμένης περιόδου για ολόκληρο τον πλανήτη. Και να καταλήξεις στο πόσο απροκάλυπτα κιτς όλα οδηγούνται στο «δακρύβρεχτο» φινάλε πατώντας με μαθηματική ακρίβεια πάνω στους απαράβατους κανόνες ενός βίπερ νόρα.
Μπορείς να πεις κι άλλα. Πως η αδιάφορη σκηνοθεσία του Χίλερ (ναι είναι ο σκηνοθέτης του «Μπέιμπ το Γουρουνάκι» του 1992) δεν είναι παρά μια ακολουθία σκηνών με το πρωταγωνιστικό ζευγάρι στο Χάρβαρντ, στο πάρκο, στο αυτοκίνητο, στο δωμάτιο του με υπόκρουση το κλασικό θέμα του βραβευμένου με Οσκαρ Φράνσις Λε. Πως το τρίπτυχο «αγόρι γνωρίζει το κορίτσι – αγόρι κερδίζει το κορίτσι – αγόρι χάνει το κορίτσι» είναι όσο γραμμικό όσο ακούγεται όταν το γράφεις. Πως το «Love Story» έμοιαζε ήδη ξεπερασμένο στην εποχή του, πόσο μάλλον σήμερα, που ακόμη και η ένταξη του στην κατηγορία του «chick flick», θα έκανε μια δεκαεπτάχρονη να ενδιαφερθεί μόνο για το πως γίνεται η Αλι Μακ Γκρο να ομορφαίνει ακόμη πιο πολύ οδεύοντας προς το θάνατο και έναν δεκαεπτάχρονο να αναρωτηθεί γιατί, διάολε, έφυγαν από τη μόδα τα υπέροχα ζιβάγκο που φοράει ο Ράιαν Ο' Νιλ.
Κάπου ανάμεσα, όμως, σε όλο αυτό το βαρύ πυροβολικό ανώδυνου ρομαντισμού και ναίφ δραματουργίας, κρύβεται κάτι τόσο ακαταμάχητο όσο δύο πανέμορφοι νεαροί σταρ που, εν πλήρη συνείδηση των σχηματικών χαρακτήρων τους, καταφέρνουν να αποφύγουν την παγίδα του να γίνουν σύμβολα, προτιμώντας να διατηρήσουν με κάθε κόστος την αλήθεια τους. Κάτι τόσο σαρωτικά δυνατό όσο ο τρόμος μπροστά στην απώλεια του άλλου που χτυπάει χωρίς προειδοποίηση στο συνειδητό όποιου φοβήθηκε έστω και μια φορά πως το «μέχρι ο θάνατος να μας χωρίσει» θα γίνει πραγματικότητα. Κάτι τόσο σαρωτικά δυνατό όσο ένα (ηδονικά σαδιστικό) φινάλε που αρνείται να υπακούσει σε όρους αποστασιοποίησης και παραδίνεται αμαχητί στο μελό.
Στην πραγματικότητα αυτό που τελικά μπορείς να πεις μόνο για το «Love Story», πριν απολαύσεις ένα από τα πιο λυτρωτικά κλάμματα στην ιστορία του σινεμά, είναι ότι η μεγαλύτερη ατυχία του ήταν η τεράστια επιτυχία του. Το γεγονός ότι ήρθε να επικυρώσει ένα από τα μεγαλύτερα best – seller της εποχής με μια ακόμη πιο μεγάλη εμπορική επιτυχία (υπήρξε από τις πρώτες ταινίες που ξεπέρασαν το φράγμα των 100 εκ. δολαρίων και ήταν υποψήφιο για επτά Οσκαρ) αναγκάζοντας τους κριτικούς της εποχής να το αντιμετωπίσουν ως ένα θρύλο εν τη γενέσει του.
Το «Love Story», όμως είναι μια μικρή ταινία, από αυτές που μπορεί να είχαν ξεχαστεί στο χρόνο και που μπορεί να ανακαλύπτονταν μετά από χρόνια ως μια vintage ένοχη φιλμική απόλαυση. Η οποία, όπως ακριβώς δηλώνει το κλασικό tagline της («love means never having to say you're sorry») δεν είναι διατεθειμένη να ζητήσει συγνώμη για καμία από τις αδυναμίες της.