Η Λίντα είναι μία ψυχαναλύτρια σε απόγνωση, στα όρια νευρικού κλονισμού. Με τον καπετάνιο άντρα της μονίμως απόντα, μεγαλώνει μόνη της τη χρόνια άρρωστη κόρη τους. Το 8χρονο κοριτσάκι δεν μπορεί να φάει κανονικά κι είναι συνδεδεμένο με έναν ομφάλιο σωλήνα τροφοδοσίας από μηχάνημα. Η Λίντα βρίσκεται εγκλωβισμένη σε έναν ατέλειωτο κύκλο φροντίδας και αγωνίας, ενώ ταυτόχρονα όλο το περιβάλλον της την πιέζει - οι γιατροί, οι δασκάλες, οι άλλες μητέρες, αλλά και η ίδια η μικρή έχουν συνεχείς απαιτήσεις.

Ενας εφιάλτης που γιγαντώνεται όταν ο ουρανός πέφτει στο κεφάλι της - συμβολικά, αλλά και κάπως κυριολεκτικά: η οροφή του σπιτιού τους καταρρέει, ενώ αυτό δεν επιτρέπεται στην μητέρα. Η Λίντα καταφεύγει σ’ ένα παρακμιακό μοτέλ και πρέπει να βρει κανονικότητα για την ίδια, την κόρη και τους ασθενείς της, ενώ τα όρια μεταξύ πραγματικότητας, μεταφυσικών ψευδαισθήσεων και παραλογισμού, δοκιμάζονται.

Η Μέρι Μπρόνστιν (“Yeast”) καμουφλάρει την πρόθεση της για μία παραβολή για την μητρότητα (μία θεματική που φιγουράρει έντονα τα τελευταία κινηματογραφικά χρόνια - από το «Χαμένη Κόρη» της Μάγκι Τζίλενχαλ, μέχρι το «Nightbitch» της Μάριελ Χέλερ) με μία κατάμαυρη, πικρή, εκρηκτικά αγχωτική κωμωδία, που απογειώνεται σε σουρεαλιστικό, μεταφυσικό, «Λιντσικό» sci-fi. Μέσα όμως από την φαντασμαγορική «τρύπα» του σινεμά είδους, μπορεί κανείς να διακρίνει τον στοχασμό, τη θυμωμένη, καυστική κριτική στις προσδοκίες της κοινωνίας από την γυναίκα όταν γίνεται «μανούλα» (αντίθετα με τους απόντες στην ανατροφή πατέρες, που χρέος τους είναι μόνο η οικονομική ασφάλεια του σπιτικού), αλλά και το τολμηρό τράβηγμα της κουρτίνας στις εφιαλτικές, ανομολόγητες σκέψεις που περνούν από το απεγνωσμένο, εξαντλημένο, κλονισμένο μυαλό των μαμάδων.

Η ρίζα της σεναριακής ιδέας είναι βαθιά και προσωπική: η σκηνή που η Λίντα επισκέπτεται τη γιατρό του παιδιού κι εκείνη την καθησυχάζει ότι «η εκ γενετής αναπηρία της κόρης της δεν είναι δική της ευθύνη», με τέτοια συγκατάβαση στη φωνή και στο βλέμμα που υπονοεί ακριβώς το αντίθετο, είναι κάτι που της έχει συμβεί. Επιλέγοντας να ερμηνεύσει η ίδια τη γιατρό, προσδίδει μία διπλά ειρωνική διάσταση στην ήδη υποδόρια, καυστική φάρσα που η Μπρόνστιν έχει στήσει.

Και την έχει στήσει με απόλυτη χειρουργική ακρίβεια, ώστε κι εμείς οι θεατές να βυθιστούμε απότομα, χωρίς εξηγήσεις, από το πρώτο λεπτό στη Συμπαντική τρύπα του μητρικού αδιέξοδου.

Η κλειστοφοβική κινηματογράφηση, το τραχύ μοντάζ, ο αριστοτεχνικός σχεδιασμός του ήχου - όλα επιτίθενται στις αισθήσεις. Από την πρεμιέρα της indie ταινίας στο Σάντανς, όλοι μιλούσαν για μία θηλυκή εκδοχή των ταινιών των αδελφών Σάφντι («Uncut Gems», «Good Time»). Κι αυτό γιατί ο σύζυγος της Μπρόνστιν, σκηνοθέτης και μοντέρ Ρόνι Μπρόνστιν, έχει συνεργαστεί με τους Σάφντι, όπως και ο DP της, Κρίστοφερ Μεσίνα (ένα αντρικό καπέλωμα που οι κριτικοί ειρωνικά το θεώρησαν κοπλιμέντο).

Ομως, η Μπρόνστιν φέρνει τις δικές της τολμηρές ιδέες. Με πρώτη, την απόφαση να μη δείξει (παρά στο τέλος της ταινίας) το παιδί. Το άρρωστο κορίτσι είναι εκτός κάδρου. Ακούμε μόνο την συνεχώς απαιτητική, συριστική, κακομαθημένη φωνή που παραπονιέται, ή τα μπιπ του μηχανήματος που το κρατά στη ζωή, ή τους ήχους του μόνιτορ που η Λίντα κρατά στις νυχτερινές βόλτες διαφυγής της από την τρέλα. Αυτή η συνθήκη εντείνει τη δική μας αγωνία, αλλά λειτουργεί κι ως η τέλεια μεταφορά για το πώς η φροντίδα ενός παιδιού μετατρέπεται σε μία τυφλή απαίτηση, σε μία φωνή που συνεχώς ζητά. Και, παράλληλα, αυτή η διαρκώς ανικανοποίητη φωνή μοιάζει να ουρλιάζει μέσα στην Λίντα όλους τους δαίμονες της, οδηγώντας την σταθερά σε αναπόφευκτο meltdown: δεν ήσουν εσύ για να γίνεις μάνα, είσαι πολύ λίγη. 


Στο σινεμά μία τρύπα στον τοίχο ή το ταβάνι (στην «ασφάλεια» του σπιτιού) είναι πάντα ένα κακό σημάδι - ένα portal προς την κόλαση, ή την αυτογνωσία ή και τα δύο (από το «Dark Water» έως το «A Different Man»). Η Μπρόνστιν απογειώνει το συμβολισμό. Η κατάρρευση του ταβανιού της Λίντα είναι μία εικονοποίηση του τραύματος - στο σπίτι, την ίδια, τη σχέση της με τον άντρα της, το κορμί του παιδιού της; Ή ένα σύμβολο του αιδοίου - από εκεί γεννιέται ζωή, αλλά κι ένα συμβόλαιο μόνιμης δέσμευσης, άγχους, πόνου, τρόμου.

Είτε αυξάνοντας τη θερμοκρασία στο στρες της Λίντα, είτε διακόπτοντας την αγωνιώδη αφήγηση με absurd χιούμορ, η Μπρόνστιν κρατά το φακό της σε extreme close-ups στην πρωταγωνίστριά της. Η κάμερα είναι κολλημένη πάνω της, αποτυπώνοντας επιθετικά παράφρονα βλέμματα, υστερικά γέλια, βουβές κραυγές - ένα πορτρέτο σχεδόν διαμελισμένο, σαν κινηματογραφική εκδοχή πίνακα του Πικάσο.

Κι από εκεί αναλαμβάνει η Ρόουζ Μπερν, στην καλύτερη ερμηνεία της καριέρας της - με σπασμένα νεύρα και φρένα. Πόσο την είχε αδικήσει το Χόλιγουντ με περιορισμένους κωμικούς off beat ρόλους («Φιλενάδες», «Ανυπόφοροι Γείτονες», «Spy»). Εδώ αποδεικνύεται μεγάλη πρωταγωνίστρια. Τα βλέμματα της ουρλιάζουν, τα ουρλιαχτά της υπονοούνται. Η νεύρωση της έχει καταλάβει κάθε σωματική εκφραστικότητα, το πρόσωπο της είναι καμβάς της ψυχικής της αποσύνθεσης, τα μουρμουρητά της στα τηλέφωνα ένας κώδικας που εκπέμπει SOS. Μία tour de force, πυρετώδης, τραγικοκωμική ερμηνεία, μία βιρτουοζιτέ που πρέπει να διδάσκεται σε masterless για το πώς τραβάς έναν χαρακτήρα στα όρια, χωρίς να τον κάνεις καρικατούρα.

Μόλις ανακοινώθηκε η υποψηφιότητα της για Χρυσή Σφαίρα και περιμένουμε και την οσκαρική - ενώ ήδη έχει φύγει με τα βραβεία της Berlinale, του National Board of Review, των κριτικών της Νέας Υόρκης, του Λος Αντζελες, του Τορόντο.

Κάπως έτσι, η Μπρόνστιν βγάζει πόδια και μάς κλωτσά στο κεφάλι: δεν υπάρχει μόνο μία οδός για σπουδαίο σινεμά. Όπως δεν υπάρχει μόνο ένα πρότυπο μητέρας.