Ο Τζεπ είναι ένας 65χρονος, κομψός, φλεγματικός άντρας, γοητευτικός κι ερωτεύσιμος ακόμα, ένας επιτυχημένος συγγραφέας του ενός βιβλίου, γνωστός δημοσιογράφος και κοσμικός. Ζει στη Ρώμη κι όταν λέμε ζει, εννοούμε με κάθε ρανίδα της ύπαρξής του: κάνει βόλτα στην πόλη με τη μαγική ιστορία, λουσμένη στον καλοκαιρινό ήλιο, μπαινοβγαίνει στα ομορφότερα σπίτια που στέγασαν και καθόρισαν τις τέχνες, με την ίδια ευκολία που περνά το βράδυ του στο στριπτιζάδικο ενός παλιού φίλου, πηγαίνει σε ξέφρενα πάρτι που διαρκούν ως το ξημέρωμα και διοργανώνει, ως τέλειος οικοδεσπότης, συγκεντρώσεις στο μοναδικό σπίτι του με το μπαλκόνι που αγγίζει το Κολοσσαίο. Είναι ένας bon viveur, ένας Ζάχος Χατζηφωτίου της Ρώμης, φίλος των τεχνών και των γραμμάτων και των ανθρώπων που τα δημιουργούν, τα σχολιάζουν ή τα εμπορεύονται. Ταυτόχρονα, είναι ένας άντρας στο τελευταίο κεφάλαιο της ζωής του, που νιώθει το χρόνο να τον πιέζει να αξιολογήσει όσα πέρασε κι όσα κατάφερε ως τώρα.
Ο Σορεντίνο κινηματογραφεί τον ήρωά του – τον Τόνι Σερβίλο σε μια ερμηνεία ακριβείας και άνετης χάρης – και την πόλη του με ερωτικό πάθος και με μετριασμένη την μπαρόκ αισθητική του: μέσα στα στολίδια της πόλης και τη γεμάτη ιστορία ζωή του Τζεπ, ο κινηματογραφικός πλούτος είναι περιττός. Στα χείλη και την αφήγηση του Τζεπ, ο Σορεντίνο βρίσκει ευκαιρία να σχολιάσει τα βασικά ερωτήματα της ζωής. Να ειρωνευτεί την προσποιητή απόλαυση της σύγχρονης τέχνης, τη δικτατορία της πολιτικά ορθής εξυπνάδας, την ανοησία της καθολικής εκκλησίας. Να επανεκτιμήσει και ν’ απορρίψει, στοργικά, το ζήλο των πλούσιων και διάσημων του lifestyle να επικρατήσουν στη ζωή, να επιβληθούν στο χρόνο και στη διάνοια.
Ο Τζεπ, με χαμηλές κοινωνικές καταβολές, ανδρώθηκε στη Ρώμη με μια φιλοδοξία: όχι μόνο να είναι καλεσμένος στα καλύτερα πάρτι, αλλά και να μπορεί να τα καταστρέψει, αν το θέλει. Και τα κατάφερε. Αλλά όσα κέρδισε μ’ αυτήν την αναγνώριση, τώρα, όταν ο χρόνος μετρά αντίστροφα, του φαίνονται κενά, μέσα σε μια κοινότητα που ανήγαγε το κενό σε αριστούργημα. Σε μια πόλη που κρύβει την αληθινά μεγαλειώδη τέχνη σε κάθε της γωνιά και κάθε πέτρα, η επιτήδευση ξερνιέται σαν το φαγητό μετά από ξενύχτι. Σε μια ζωή που κάποτε, στην αρχή της, γνώρισε τον αληθινό, απλό, γυμνό έρωτα, η αναζήτηση του μεγάλου πάθους μοιάζει με πλεονεξία. Κι όταν ο χρόνος δεν είναι πια φίλος αλλά μια καθημερινή καταπιεστική παρουσία, η αναζήτηση για τη «μεγάλη ομορφιά» είναι, επιτέλους, άσκοπη, γιατί αν ξέρεις να μετράς, τη βρίσκεις ήδη μέσα σου.
Μ’ έναν και πάλι αριστουργηματικό Τόνι Σερβίλο, πνευματικό και suave και μ’ ένα γόνιμο στιλιζάρισμα στην εικόνα και στο ρυθμό, ο Πάολο Σορεντίνο παρουσιάζει μια ταινία φόρο τιμής στο σινεμά του Φελίνι, του Ετορε Σκόλα, στην ίδια τη Ρώμη, στην ομορφιά που δε χρειάζεται να ψάχνεις, γιατί βρίσκεται μπροστά σου, αρκεί να προλάβεις να το συνειδητοποιήσεις όσο είναι ακόμα καιρός. Πληθωρικός, αληθινός Ρωμαίος κι αυτός, ο Σορεντίνο πάσχει από όσα σχολιάζει στην ταινία του: γίνεται κατά στιγμές υπερβολικός, φλύαρος, γκροτέσκος, ανοικονόμητος. Αλλά είναι τόσο μεγάλη η αλήθεια και η μαγεία της ταινίας που αρχικά σε παρασύρει, σαν τον τρόπο ζωής της σύγχρονης υψηλής τάξης κι έπειτα σου επιτρέπει, με λίγο χρόνο και λίγη ενδοσκόπηση, να ανακαλύψεις μέσα της την πραγματική της ομορφιά: όχι απαραίτητα μεγάλη, όχι σύνθετη, αλλά πρωτογενή και ζωογόνο σαν το ηλιοκαμένο, γυμνό κορμί μιας εφηβικής ανάμνησης.