Ενας 45χρονος σύζυγος και πατέρας νομίζει ότι ζει το αμερικανικό όνειρο: έχει παντρευτεί το σχολικό του έρωτα, έχει μία καλή δουλειά, ζει στο σπίτι με το λευκό φράχτη. Μέχρι που η σύζυγός του του ανακοινώνει ότι... έχουν προβλήματα στο γάμο τους και τον απατά. Χωρισμένος και καταρρακωμένος δέχεται τις συμβουλές του Τζέικομπ - ενός 30χρονου καρδιοκατακτητή, ο οποίος δεν παίρνει τον έρωτα σοβαρά, αλλά ζει τη ζωή του ένα one-night stand τη φορά. Ο Τζέικομπ θα κάνει ένα εντυπωσιακό make over στο διαζευγμένο μεσήλικα, τη στιγμή όμως που θα τον πείσει ότι οι έρωτες είναι μόνο για μικρά, ανόητα παιδιά, θα ερωτευτεί κι ο ίδιος. Τώρα ήρθε η σειρά του 45άρη να συμβουλεύσει τον αλαζονικό πιτσιρικά.
Από την επιλογή των ηθοποιών καταλαβαίνει κανείς την έντιμη προσπάθεια των δημιουργών να γυρίσουν μία δραματική κομεντί μη-ευρείας χολιγουντιανής ανακύκλωσης. Ο Στιβ Καρέλ, σε έναν ακόμα ρόλο που περνά κάτω από την επιδερμίδα της εύκολης φάρσας, έχει αποδείξει ότι μπορεί να κουβαλήσει τη θλίψη του μέσου άντρα μ' έναν οικείο, γλυκό αυτοσαρκασμό. Η Τζούλιαν Μουρ, με το εκφραστικό πρόσωπο που ξέρει να τσαλακώνει μπροστά στην απόγνωση των ηρωίδων της, δε χρειάζεται παραπάνω από τρεις σκηνές για να μας πείσει. Η Εμα Στόουν φοράει τα νιάτα της και μια έμφυτη παθιασμένη ζεστασιά που σε παρασύρει. Και τι να πει κανείς για τον Ράιαν Γκόσλινγκ, ο οποίος τα τελευταία χρόνια επάξια διεκδικεί τόσο τα σκήπτρα του mainstream cool, όσο και των σκοτεινών, διεστραμμένων ρόλων! Οπως ο ήρωάς του μπαίνει στα μπαρ με τον αέρα ότι το μαγαζί του ανήκει, έτσι η ταινία αδιαμφισβήτητα ανήκει στον Γκόσλινγκ.
Οχι, τόσο το πρωταγωνιστικό καστ, όσο και η βασική ιδέα (μίας ώριμης απομυθοποίησης του έρωτα, αλλά και της αναγνώρισής του από την αρχή) είναι πολλά υποσχόμενα. Και αρχικά, οι Γκλεν Φικάρα και Τζον Ρέκουα (σεναριογράφοι του «Bad Santa» και σκηνοθέτες του «Ι Love you Phillip Morris») επιτυγχάνουν να σε παρασύρουν σε μία έξυπνη και γήινη, μέσα στην κωμική της υπερβολή, ιστορία χαρακτήρων, που σε ενδιαφέρουν, τους ακολουθείς, τους αγαπάς, σχεδόν τους πονάς. Ενθουσιάζεσαι με τον ενήλικα κυνικό τρόπο που στήνεται το στόρι, γελάς με τις ανατροπές, κάνεις υπομονή και σε μερικά σλάπστικ κομμάτια που μάλλον το αμερικανικό κοινό θεωρεί απαραίτητα και περιμένεις τις δύο καλογραμμένες σκηνές που θα επιτρέψουν στους ηθοποιούς να απογειώσουν το συναίσθημα. Εκείνη την μία μαγική στιγμή που κάνει μια ταινία από διασκεδαστική, αγαπημένη. Κι αυτή η ταινία στο έχει υποσχεθεί - από τον τίτλο της κιόλας.
Ομως αυτό δε γίνεται ποτέ. Είναι σαν να συναντήθηκε μία ομάδα μεγάλων ταλέντων, έστησε το σκελετό, έχτισε τις προσδοκίες, έθεσε την μπάρα και ... μετά όλοι έκαναν διάλειμμα για καφέ και άφησαν την ταινία στην τύχη της. Οσο το σεναριακό στήσιμο των ιστοριών σοφά παίρνει το χρόνο του, εξαντλώντας τα 3/4 της πλοκής στο να χτίζει χαρακτήρες, επιτρέποντας στο στόρι να αναπνεύσει και να αποφύγει τα εύκολα κλισέ, τόσο η τελική επίλυση των πραγμάτων έρχεται απότομα, βεβιασμένα, και δυστυχώς τελικά, όσο στερεότυπα θα την έγραφε κι ένα team βαριεστημένων χολιγουντιανών σεναριογράφων. Δε φτάνει μία σκηνή για την μετάλλαξη ενός αδίστακτου γυναικά σε ερωτευμένο κουτάβι. Δεν πιστέψαμε αυτό τον έρωτα που δεν τον είδαμε ποτέ να εξελίσσεται. Οπως, ταυτόχρονα, δεν πιστεύαμε στα μάτια μας όταν είδαμε ότι η επίλυση των προβλημάτων ενός γάμου σε ταινία του 2011 έρχεται όταν ο πρωταγωνιστής βγάλει δημόσια ...λόγο.
Κρίμα. Το «Crazy, Stupid, Love.» είναι μία ταινία που θα γλυκάνει, θα αρέσει, θα κάνει επιτυχία - επειδή διψάμε για κάτι έστω και λίγο διαφορετικό. Αλλά αν από το τρέιλερ περιμένατε να σας κλέψει την καρδιά, ίσως επενδύετε σε λάθος έρωτα.