Το διμελές συνεργείο μίας επίδοξης ελληνικής ταινίας («μίας υπαρξιακής/μεταφυσικής ανάγνωσης της σύγχρονης Ελλάδας») πέφτει πάνω σε μία περίεργη ιστορία εξαφάνισης. Ο 30χρονος Πάνος, ένας υπάλληλος του ΟΑΕΔ, μοιάζει να σκάρωσε μία απάτη, να έκλεψε χρήματα και να το έσκασε από τη χώρα. Το συνεργείο ανακαλύπτει το σπίτι του και γνωρίζει την μάνα του, τη Χαρούλα. Μία υπερπροστατευτική χήρα που έχει γίνει θυσία για να μεγαλώσει τα παιδιά της - τον Πάνο, αλλά και τον ανάπηρο αδελφό του τον Λευτέρη, έναν κακότροπο μονόχνωτο 25χρονο. Η Χαρούλα δεν πιστεύει με τίποτα ότι ο γιος της είναι κλέφτης. Μάλλον έχει μπλέξει με μια ξένη που του έχει φάει τα χρήματα και τώρα ντρέπεται να γυρίσει. Μέσα στην απελπισία της πιστεύει ότι οι κινηματογραφιστές είναι τηλεοπτικό συνεργείο ειδήσεων και τους επιτρέπει να γυρίσουν ταινία, ώστε να την προβάλουν στα κανάλια, να τη δει ο Πάνος και να γυρίσει. Στην αναζήτησή της βρίσκει και έναν απρόσμενο σύμμαχο: έναν μαύρο ταξιτζή, στην ηλικία του χαμένου γιου της.
Ο Σπύρος Ιακωβίδης κάνει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο με μία κατάμαυρη, έξυπνη κωμωδία. Ένα ψευδοντοκιμαντέρ που δεν λέει τίποτα το ψευδές για την ελληνική πραγματικότητα: την εγκατάλειψη των δημόσιων υπηρεσιών, την διαφθορά και την κατάχρηση.
Ο Ιακωβίδης με κάμερα στο χέρι, jump cuts, και επιτηδευμένη κακοτεχνία μπαίνει σε ένα τυπικό ελληνικό σπίτι. Το εύρημα του συνεργείου δίνει απλά την αφορμή για να μην κλείσει η κάμερα ποτέ. Κι εμείς να μην κλείσουμε τα μάτια μας μπροστά στην αποκάλυψη μίας Ελλάδας που δεν αλλοιώθηκε μόνο από την οικονομική κρίση. Αλλά από την ηθική της παρακμή που έχει ακόμα πιο βαθιά ρίζα.
Με πικρό, καυστικό βλέμμα παρακολουθεί την εγκατάλειψη της Χαρούλας σε μια χώρα που δεν παρέχει καμία βοήθεια στους πολίτες της, σε μια αστική κόλαση που το να βγάλεις τον ανάπηρο γιο σου για ψώνια είναι μία βασανιστική αγωνία, σε μια πολυκατοικία που κανείς δεν βοηθά μια κουρασμένη 70χρονη γυναίκα να σπρώξει το καρότσι πάνω στην ράμπα της εισόδου. Οχι μόνο δεν την βοηθά, αλλά κλέβει και τη ράμπα. Οταν όμως η βοήθεια έρχεται από έναν μετανάστη, έναν μαυριδερό, η Χαρούλα σηκώνει την μύτη της και κατεβάζει τα ρολά της - αχάριστα, φοβικά,
Η Ελένη Κοκκίδου ερμηνεύει την ηρωίδα της με τόλμη αλλά και πειθαρχία. Δεν χαρίζεται στα στερεότυπα (η Χαρούλα της είναι αφελής αλλά και πεισματάρα, ιδιωτική αλλά και κουτσομπόλα, ευκολόπιστη αλλά και καχύποπτη, φροντιστική αλλά και ρατσίστρια), αλλά ταυτόχρονα τίποτα δεν ξεφεύγει στην καρικατούρα. Ο τρόπος που σιγά σιγά πέφτει το τείχος προς «τον μαύρο που της έμπασαν στο σπίτι της», η επικοινωνία με τον άλλον μέσω της φροντίδας, του φαγητού, η βαριά σωματικότητά της που μαρτυρά την επί χρόνια αυτοθυσία της, το σπασμένο εκφραστικό της πρόσωπο, οι ανάσες, οι αναστεναγμοί και οι παύσεις της - όλα είναι μετρημένα, μελετημένα και στις σωστές ισορροπίες. Η κωμωδία προκύπτει από τις αντιθέσεις: αυτό που βλέπουμε είναι υπερβολικό, αλλά και τόσο οικείο. Την ξέρουμε τη Χαρούλα. Μένει δίπλα μας.
Από αυτή την οικειότητα προκύπτει και η συγκίνηση. Ο Ιακωβίδης γυρίζει τη βαλβίδα της θερμοκρασίας με μια ανατροπή. Η σατιρική ματιά του γίνεται ζεστή παρατήρηση. Η παρωδία δίνει τη θέση της στην αισιοδοξία. Η παλιά Ελλάδα πεθάνει για να δώσει χώρο σε την νέα. Η ελληνική οικογένεια αλλάζει, διευρύνεται, ανοίγει τις πόρτες της και χωράει όλους στο μεσημεριανό τραπέζι.
Κι όσο για την μαύρη πέτρα - αυτή που έριξε ο Πάνος πίσω του φεύγοντας; Μπορεί και να γελά με τα χάλια μας.