Ο Χαν-Γκι είναι προστάτης - αρχηγός της συμμορίας που φυλάει (ή απειλεί) τα κορίτσια των μπουρδέλων στην κακόφημη άκρη της πόλης. Σκληρός, ανέκφραστος, σιωπηλός bad guy. Μέχρι που σε μια βόλτα του στην πόλη βλέπει την Σουν-Χουά - πορσελάνινη, αγνή, αθώα. Μία φοιτήτρια που δεν έχει καμία σχέση με τη ζωή του. Παρορμήτικός και μονοκόμματος επιχειρεί να τη φιλήσει κι εκείνη τον απορρίπτει και τον χαστουκίζει δημόσια. Το πάθος του γίνεται μίσος. Συνεχίζει να την παρακολουθεί για μέρες κι, όταν βρίσκει την ευκαιρία, την εμπλέκει στον κόσμο του: ένα χρέος που εκείνη δεν μπορεί να ξεπληρώσει την φέρνει στα πορνεία να εκδίδεται στις βιτρίνες με τα κόκκινα φώτα. Ο Χαν-Γκι είναι πάντα εκεί - την παρακολουθεί από διπλούς καθρέφτες, χαραμάδες, το φορτηγό του. Παραμένει εμμονικά ερωτευμένος κι εκδικητικά σαδιστής. Μέσα από την κακοποίηση και τον εξευτελισμό, η Σουν-Χουά μεταμορφώνεται και η ίδια. Ακόμα κι όταν η πόρτα του κλουβιού ανοίξει, αυτό το εξωτικό πτηνό που δεν είχε θέση εκεί, δεν έχει που να πάει πια...
Μετά «Το Νησί» και πριν από το «Ανοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας» ο Κιμ Κι-Ντουκ παραδίδει μία πολυσύνθετη σπουδή στη βία, που για κάποιους αποτελεί μοναδικό εργαλείο έκφρασης - στο παράπονο, το θυμό, την επίθεση, την άμυνα, αλλά ακόμα και στον έρωτα. Μεγαλωμένος κι ο ίδιος στις φτωχικές συνοικίες της Σεούλ, ένα παραβατικό παιδί που μπλεκόταν συχνά σε φασαρίες, ο Κι-Ντουκ μοιάζει να θέλει να αποδώσει μια εικόνα του υπόκοσμου σκληρά, οργισμένα, αλλά ταυτόχρονα μελαγχολικά και σε κάποιες στιγμές ακόμα και τρυφερά. Σαν να τον ενδιαφέρει περισσότερο η αντίστιξη της βίας με την αλαζονική και περιφρονητική ματιά των αστών στο περιθώριο - ως κάτι το άδικο και το συστημικά απαξιωτικό.
Κάπως έτσι, η ιστορία της «αμόλυντης» Σουν-Χουά και του «bad guy» Χαν-Γκι μετατρέπεται σε κάτι που ξεπερνά τον αμοραλισμό του ήρωα και καταλήγει μία αλληγορία κοινωνικού αποκλεισμού και εκδίκησης.
Ο Κι-Ντουκ δεν θα μας διευκολύνει (κι ένα από τα μείον της ταινίας είναι η «φλυαρία» της περιγραφής του υπόκοσμου - δεν τη χρειάζεται τόσο επαναληπτικά). Αντίθετα με το «Ανοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας», το βλέμμα του εδώ είναι ανελέητο, αποκρουστικό, χυδαίο. Και πάλι όμως, ο απέθαντος λυρισμός του, ένας ρομαντισμός που ξεπερνά τις θεματικές και έχει να κάνει με την εμπιστοσύνη του στον άνθρωπο, χαρίζει στην ταινία υπέροχες εικόνες. Πρόσωπα μέσα από σκιές, σπασμένους καθρέφτες, βλέμματα που δραπετεύουν από τη βρωμιά του περιβάλλοντός του και πέφτουν μελένια, ερωτευμένα πάνω στο αντικείμενο του πόθου τους. Κάτω από την τραυματισμένη επιδερμίδα των «κακών» χτυπά μία καρδιά που θέλει να αγαπήσει και να αγαπηθεί.
Δεν είναι μόνο η γυναίκα στην ταινία το υπέρτατο σύμβολο της θυσίας. Κακοποιημένη, παραιτημένη, πειθήνια, χωρίς φωνή, χωρίς μέλλον. Είναι κι ο άντρας. Η τιμωρία του να μην μπορεί να αγαπήσει, να μην ανήκει κάπου, παρά μόνο στη δυσωδία του υπόκοσμου, τον έχει φυλακίσει σε κάτι πολύ πιο ισόβιο από τα μπουρδέλα που προστατεύει. Οπου κι αν πάει, το κουβαλάει μαζί του.
Ο Κι-Ντουκ όμως δε θα παρασυρθεί από το στόχο του. Δε θα χαρίσει στο θεατή εύκολες επιλύσεις, ούτε ελπιδοφόρα χάπι εντ. Το κακό υπάρχει στον κόσμο (βέβαια, αν το σκεφτεί κανείς - ποιος είναι ο πραγματικός «bad guy» ο μπράβος με τα λερωμένα χέρια ή ο διεφθαρμένος αστυνομικός που δεν ματώνει ποτέ;) και η ανθρώπινη φύση έχει πάντα την ροπή να καταφεύγει στο πιο ποταπά της ένστικτα.
Ο έρωτας μπορεί να (συν)υπάρχει - προβληματικός, άρρωστος, κακοποιητικός. Και πολλές φορές τους ανθρώπους τους ενώνουν τα τραύματά τους. Κι αυτό είναι η μόνη αγάπη που θα γνωρίσουν.