Βρισκόμαστε στην Τυνησία το 2010, λίγους μήνες πριν από την «Επανάσταση των Γιασεμιών», η οποία πυροδότησε στην ουσία αυτό που ονομάστηκε «Αραβική Ανοιξη», τερματίζοντας μια δικτατορία τριών σχεδόν δεκαετιών. Η Φάρα, δεκαοκτώ ετών, μόλις τελείωσε το σχολείο, και η οικογένειά της ήδη τη φαντάζεται να σπουδάζει Ιατρική. Εκείνη, όμως, έχει άλλα όνειρα. Τραγουδάει σε ένα συγκρότημα με πολιτικό στίχο, που μόλις ξεκινά να δίνει συναυλίες. Είναι παθιασμένη με τη ζωή, πίνει αλκοόλ, ανακαλύπτει τον έρωτα και την πόλη της τη νύχτα, αντίθετα με τις επιθυμίες της πιο συντηρητικής μητέρας της Χαγιέτ, που γνωρίζει πολύ καλά τη σκοτεινή πλευρά της πατρίδας της και τα όρια της συντηρητικής κοινωνίας της, με τα οποία σύντομα θα έρθει αντιμέτωπη και η ίδια η Φάρα.
Βοηθός του Αμπντελατίφ Κεσίς στη «Ζωή της Αντέλ», η Λέιλα Μπουζίντ μοιάζει να μοιράζεται με τον συμπατριώτη της σκηνοθέτη, και κυρίως με την ταινία του, «Κουσκούς με Φρέσκο Ψάρι», τον επίμονο τρόπο με τον οποίο η χειροκίνητη κάμερα ακολουθεί στενά τους χαρακτήρες, και κυρίως την αγάπη για τις δυναμικές νεαρές ηρωίδες που εκτονώνουν τα συναισθήματά τους μέσα από το χορό και τη μουσική, σαν απάντηση με τον τρόπο που αντιμετωπίζονται από τη συντηρητική κοινωνία της πατρίδας τους, .
Το «Με τα Μάτια Ανοιχτά», το εντυπωσιακό μεγάλου μήκους ντεμπούτο της Μπουζίντ, ίσως να εξελισσόταν σε μια συμβατική ταινία ενηλικίωσης που θα μπορούσε να εκτυλίσσεται οπουδήποτε, αν οι διαστάσεις που της δίνει η σκηνοθέτιδα δεν ήταν παράλληλα εκείνες μιας καθαρά πολιτικής ταινίας, που μιλά με εξίσου διαυγή και αποκαλυπτικό τρόπο για την εφηβεία όσο και για την ταραγμένη πολιτική κατάσταση και το αυταρχικό καθεστώς της Τυνησίας την περίοδο που καταγράφει.
Το κάνει, όμως, με έναν επιδέξια ύπουλο τρόπο που ξεφεύγει από τις παγίδες μιας στρατευμένης ταινίας του λεγόμενου σινεμά καταγγελίας, πλάθοντας έναν χαρακτήρα που μπορεί από τη μια μεριά να εκπροσωπεί με έμμεσο τρόπο τους αγώνες και τις αγωνίες μιας ολόκληρης χώρας ή να χρησιμεύει ως σύμβολο (μιας νεολαίας που διψά να αντιδράσει απέναντι στο κατεστημένο κάθε είδους, χωρίς να γνωρίζει ακόμα τις συνέπειες), αλλά από την άλλη δεν παύει ποτέ να αποτελεί μια σύνθετα σκιαγραφημένη προσωπικότητα – κάτι που πριμοδοτείται και από την πηγαία, σαρωτική ερμηνεία της πρωτοεμφανιζόμενης Μπάγια Μεντχαφέρ, η οποία μεταμορφώνεται σταδιακά από ατίθαση έφηβη που διεκδικεί δυναμικά τις επιθυμίες της σε μια πληγωμένη γυναίκα, κυριολεκτικά και μεταφορικά τραυματισμένη από τη μετωπική της σύγκρουση με την πραγματικότητα.
Ενας συνδυασμός αθωότητας, υπόγειου, άγουρου αισθησιασμού και εκρηκτικής εφηβικής επαναστατικότητας, η Φάρα της Μεντχαφέρ αναζητά διέξοδο και φευγαλέες δόσεις από μια πολυπόθητη ελευθερία στο τραγούδι και στο πάθος της για τη μουσική, άλλοτε παρασύροντας τους ακροατές της και άλλοτε σοκάροντάς τους με την ευθύτητά της, βιώνει τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα και ρουφά διψασμένα την αδρεναλίνη τού να αψηφά τους πάντες και τα πάντα. Την ίδια στιγμή, το εντυπωσιακό σάουντρακ δια χειρός του Ιρακινού συνθέτη Κιγιάμ Αλαμί, ένα μείγμα δυτικών επιρροών, ανατολίτικης παράδοσης και αντιδραστικών στίχων, αναδεικνύεται σε σχεδόν ισάξιο συμπρωταγωνιστή, εκφράζοντας την επιθετικότητα και την οργή μια νέας γενιάς που ακόμα δεν ξέρει τι έχει να αντιμετωπίσει.
Αργά αλλά σταθερά, η Μπουζίντ υποψιάζει τον θεατή για τη σκοτεινή πλευρά της χώρας της, αυτή που θα προσγειώσει ανώμαλα τη Φάρα στην πραγματικότητα και θα κάνει τη μουσική να σιγήσει. Ομως αντί για μια συμβατικά επεξηγηματική, ή ακόμα και ρεπορταζιακή, απεικόνιση των πολιτικών εξελίξεων στη χώρα που θα επέλεγαν άλλοι, ενδεχομένως δυτικοί σκηνοθέτες, η Μπουζίντ επιδεικνύει μια σαφέστατα πιο βιωματική ματιά. Μέσα από τη διαρκώς απειλητική ατμόσφαιρα που καλλιεργούν τα αδιάκριτα ανδρικά βλέμματα που συναντά στο δρόμο της η ηρωίδα, την αμήχανη ή ακόμα και ενοχλημένη αντίδραση του ακροατηρίου απέναντι στους πολιτικά φορτισμένους στίχους των τραγουδιών του συγκροτήματός της, στη μακάρια –ακόμη– και συνάμα ολοένα και πιο δυσοίωνη άγνοιά της για τους κινδύνους που παραμονεύουν σε κάθε της βήμα, αλλά και στο μουδιασμένο από την αγωνία πρόσωπο της μητέρας της.
Και ακριβώς εκεί, στη θυελλώδη σχέση μητέρας και κόρης, η Μπουζίντ τοποθετεί την καρδιά μιας ταινίας που πάλλεται από ενέργεια και υπόκωφη ένταση, και εναποθέτει ταυτόχρονα τις ελπίδες της χώρας της για το αύριο.