Μπορεί ο Τολστόι να είχε πει κάποτε ότι «όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους, αλλά κάθε οικογένεια είναι δυστυχισμένη με το δικό της μοναδικό τρόπο», αυτό όμως φαίνεται να μην ισχύει για την οικογένεια που μας συστήνει ο «Ανεμιστήρας», η πρώτη μεγάλου μήκους ταινίας του Δημήτρη Μπίτου, η οποία συμμετείχε στις Νύχτες Πρεμιέρας του 2014 ως work in progress, χρειάστηκε όμως να διανύσει πολύ δρόμο μέχρι την κυκλοφορία της αυτή την εβδομάδα στις αίθουσες.

Σ’ αυτό το οικογενειακό δράμα, όλα μοιάζουν αρχικά επώδυνα οικεία και γνώριμα, μέχρι τη στιγμή που παύουν να είναι, για να καταλήξουν απογοητευτικά στην κοινοτυπία τους.

Στη Δραπετσώνα του σήμερα, ο Αλκης και η Μάχη, ένα παντρεμένο ζευγάρι της διπλανής πόρτας σε χρόνια και παρατεταμένη κρίση, ζουν με την 11χρονη κόρη τους, Λεμονιά. Ο πατέρας δουλεύει στην ιχθυόσκαλα, η μάνα πωλήτρια σε φούρνο και κάθε τους συνάντηση στην οικογενειακή στέγη καταλήγει είτε σε καυγά, είτε είναι βουτηγμένη στη σιωπή και την αποξένωση. Η μικρή Λεμονιά, εσωστρεφής και με ελάχιστους φίλους, γίνεται μάρτυρας όλως των καυγάδων ανάμεσα στους γονείς της και δημιουργεί ένα δικό της κόσμο στον οποίο καταφεύγει για να μπορεί να αντέξει την κατάσταση. Παίζει διάφορα παιχνίδια δικής της έμπνευσης στον κήπο του σπιτιού τους ή αποσύρεται στο δωμάτιό της και διαβάζει ή κοιτάζει παλιές φωτογραφίες των γονιών της αναπολώντας το παρελθόν και τις ευτυχισμένες μέρες, μέχρι τη στιγμή που θα πάρει την κατάσταση στα χέρια της και θα εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά στους αποσβολωμένους γονείς της με μια χειροβομβίδα στα χέρια. Από εκείνη τη στιγμή η μικρή ξεκινά να σκηνοθετεί τη σχέση των δικών της με την απειλή της χειροβομβίδας, υποχρεώνοντάς τους με αμείλικτο τρόπο να δουν ο ένας τον άλλον με τα μάτια ενός παιδιού κι αναγκάζοντάς τους να συνειδητοποιήσουν ότι το παιχνίδι έχει πραγματικά σκληρύνει.

Ο «Ανεμιστήρας» δημιουργεί αρχικά τις προσδοκίες για ένα βραδυφλεγές δράμα, μακριά από το εκρηκτικό σύμπαν των ταινιών του Γιάννη Οικονομίδη, προμηνύοντας μια κορύφωση που τελικά όμως δεν έρχεται ποτέ. Η πολύ ενδιαφέρουσα αρχική σεναριακή ιδέα (σε συνεργασία με τον Παναγιώτη Ευαγγελίδη) του σκηνοθέτη δεν μπορεί δυστυχώς να υποστηρίξει μια μεγάλου μήκους ταινία, πόσο μάλλον την πρώτη, μετά από τρεις πολύ ενδιαφέρουσες μικρού μήκους απόπειρες («Μπάλος κακός χορός», «Μικρό Βουνό» και «Κόντρα») και μια σεβαστή πορεία στο θέατρο.

Παλινδρομώντας ανάμεσα στο ρεαλισμό και το στιλιζάρισμα, ο σκηνοθέτης προσπαθεί να προσδώσει κινηματογραφικό ενδιαφέρον στη στατικότητα και τη θεατρικότητα της πλοκής μέσα από πρωτότυπες γωνίες λήψης και ανορθόδοξα καρδραρίσματα, αυτή η επιλογή όμως γίνεται τελικά μπούμερανγκ για την ταινία, με όλες αυτές τις εναλλαγές στην πλανοθεσία να αφήνουν τελικά μια αίσθηση ασάφειας και αποπροσανατολισμού μπροστά σε ένα ανερμάτιστο καλλιτεχνικό όραμα.

Είναι αναμφίβολα προς τιμή του σκηνοθέτη που δεν αφήνει την ταινία να ξεπέσει σε ένα φτηνό και λαϊκίστικο οικογενειακό δράμα και να προσθέσει urban πινελιές σ’ αυτή την ιστορία που θα μπορούσε να είναι ένα αποκαλυπτικό σχόλιο για το τέλος της πυρηνικής οικογένειας στην Ελλάδα της κρίσης, η μονοδιάστατη εμμονή, ωστόσο, στην αυστηρώς ιδιωτική σφαίρα και η ασφυκτικά σοβαρή κι ενίοτε βαρύγδουπη προσέγγιση στερούν από την ταινία τη δυνατότητα (που αναμφίβολα υπήρχε) για κάτι πιο οικουμενικό και πολυδιάστατο, όπως θα έκαναν, για παράδειγμα, με το ίδιο υλικό ένας Χάνεκε ή ένας Ζβιάγκιντσεφ, για να μη μιλήσουμε για τον Λάνθιμο, στον οποίο παραπέμπουν απευθείας κάποιες σκηνές.

Οι τρεις πρωταγωνιστές (Δανάη Ανδρουλάκη, Γιώργος Βαλαής, Ειρήνη Δράκου) καταβάλλουν φιλότιμες προσπάθειες να δώσουν μια ολοκληρωμένη υπόσταση στους χαρακτήρες που έχουν κληθεί να υποδυθούν, περιορίζονται ωστόσο από τους τετριμμένους διαλόγους και τη γενικότερη αίσθηση αμηχανίας που αποπνέει η ταινία, η οποία ως πρωτόλειο ενός νέου και αναμφίβολα φιλόδοξου δημιουργού πάσχει από όλες τις παιδικές ασθένειες που ένα σκηνοθετικό ντεμπούτο συνεπάγεται, αφήνει όμως υποσχέσεις για κάτι καλύτερο στο μέλλον, αν καταφέρει ο δημιουργός να διοχετεύσει τις ικανότητές του σε ένα πιο συγκροτημένο όραμα.