Ο Ντέιβιντ κι ο Μπάντζι ήταν αχώριστοι. Αυτοκόλλητοι από μικροί, δυο ξαδέλφια που έκαναν τα πάντα μαζί, μάθαιναν τα πάντα μαζί, μεγάλωναν μαζί. Εφτιαχναν μαζί, στο κοινό τους καταφύγιο, το σπίτι της γιαγιάς Ντόρι, αυτές τις πολύτιμες (κι ας μην το καταλαβαίνεις τότε) αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας που κλειδώνουν στην καρδιά σου για πάντα και ξυπνούν αιφνιδιαστικά με συγκεκριμένες μυρωδιές, γεύσεις, χρώματα, μουσικές.

Βέβαια, ήταν πάντα αντίθετοι χαρακτήρες. Ο Ντέιβιντ μοιάζει να γεννήθηκε ενήλικας - υπεύθυνος, ώριμος, τίμιος, συγκροτημένος, οργανωτικός, υποχόνδριος, άτολμος, εγκλωβισμένος στα κουτάκια του. Παντρεύτηκε, έχει ένα μικρό γιο, ένα ακόμα μικρότερο διαμέρισμα στο Μανχάταν, μια αποδοτική βαρετή εργασία. Ο Μπέντζι ήταν πάντα η προσωποποίηση του χάους - αντισυμβατικός, αφιλτράριστος, εκρηκτικός, κοινωνικός, ακαταμάχητα γοητευτικός, βαθιά μοναχικός, αυτοκαταστροφικός. «Τον αγαπάω, τον μισώ, θέλω να τον σκοτώσω, θέλω να του μοιάσω» λέει σε μία στιγμή εξομολογητικής απογύμνωσης ο Ντέιβιντ.

Μεγαλώνοντας χάθηκαν, για όλους τους γνωστούς λόγους: οικογένεια, δουλειά, υποχρεώσεις. Ζωή. Τώρα όμως, γύρω στα 40 επανασυνδέονται για να κάνουν ένα ταξίδι - κυριολεκτικά πίσω στις ρίζες τους. Η γιαγιά Ντόρι έφυγε από τη ζωή και τους άφησε ένα μικρό χρηματικό ποσό, μαζί με την ευχή της: να επιστρέψουν στην Πολωνία, να επισκεφτούν την μικρή πόλη που γεννήθηκε, το σπίτι που μεγάλωσε, το στρατόπεδο συγκέντρωσης που επιβίωσε.

Και κάπως έτσι, αυτό το αταίριαστο ζευγάρι θα ενωθεί με ένα γκρουπ επίσης ανόμοιων Εβραίων τουριστών (δυο συνταξιούχους που βρήκαν το χρόνο να ταξιδέψουν, μία διαζευγμένη που προσπαθεί να ξεχάσει την προδοσία του πρώην, έναν Αφρικανό μετανάστη που νιώθει ενσυναίσθηση με τις γενοκτονίες αυτού του κόσμου - όπου κι όποτε αυτές συμβαίνουν) και με ξεναγό έναν μειλίχιο Βρετανό σπουδαστή, τον μόνο μη-Εβραίο, που όμως έχει ταχθεί στην μελέτη του Ολοκαυτώματος. Τι θα ανακαλύψουν; Γιατί συνήθως αυτά τα ταξίδια έχουν πάντα πυξίδα το αχαρτογράφητο μέσα σου, παρά το ταξιδιωτικό πακέτο του προορισμού σου.

Η αγκυλωμένη ταραχή του, ο ακίνητα νευρικός του σωματότυπος, το χειμαρώδες τραύλισμα έξυπνων τσιτάτων. Ο Τζέσι Αϊζενμπεργκ, ακόμα κι ως απλός ηθοποιός («Adventureland», «The Social Network», «The Squid and the Whale»), πάντα προσωποποιούσε την νεκρανάσταση της γουντιαλενικής νεύρωσης - στην millennial της εκδοχή. Με τη δεύτερη σεναριακή και σκηνοθετική του απόπειρα επιχειρεί να μάς πείσει ότι στο κινηματογραφικό του DNA, όντως κουβαλά αυτό το ταλαντούχο κύτταρο του εβραϊκού, νεοϋορκέζικου χιούμορ - που δεν έχει ακριβώς πλάκα. Μίας κωμωδίας όπου το γέλιο γεννιέται και μεταμορφώνεται σε βούρκωμα, με ένα νανοδευτερόλεπτο διαφορά, μέσα από την παραδοχή ότι όλοι είμαστε losers, ανασφαλείς, με κατακερματισμένους εγωισμούς και κρυφούς δαίμονες. Όλοι κρύβουμε έναν αληθινό πόνο. Φαντάσου να κουβαλούσαμε και ένα διαγενεακό τραύμα.

Και παρόλο που η κάμερα περιπλανιέται στα ορόσημα, μακάβρια, μνημεία της Πολωνίας, ο τόνος δεν βαραίνει διδακτικά και το σενάριο δεν υπογραμμίζει το ιστορικό μελόδραμα. Ο Αϊζενμπεργκ δεν χρειάζεται να μάς φέρει αντιμέτωπους με το τι συνέβη τότε. Τον ενδιαφέρει η αντίστιξη με το τι συμβαίνει τώρα. Η τουριστική επίσκεψη στην τραγωδία. Αλλά και η βαθιά ενοχή. Καδράρει σε κοντινό στις τύψεις των -δυο γενιές μετά- απογόνων, που δεν έχουν περάσει ουδεμία αξιόλογη κακουχία στη ζωή τους και, κανονικά, δεν έχουν κανένα δικαίωμα να είναι δυστυχείς. Κι όμως είναι. Είναι ύβρις να μην είναι ευγνώμονες κι ευτυχισμένοι. Κι όμως δεν είναι.

Το να φτιάξεις μία υπαρξιακή ταινία δρόμου, ένα γλυκόπικρο buddy movie, ένα indie μελόδραμα όπου ο ανθρώπινος πόνος εξετάζεται τόσο macro πολιτικά όσο και micro προσωπικά δεν είναι εύκολη αποστολή. Κι ο Αϊζενμπεργκ την πλησιάζει με ευαισθησία, ευαλωτότητα και intellectual ιδέες (υπέροχη η χρήση του Σοπέν στο soundtrack). Οι προθέσεις του είναι τίμιες, όπως τίμιος κι ο τρόπος που γράφει και σκηνοθετεί ανολοκλήρωτα, ελλειπτικά - κάνοντας ερωτήσεις που δεν προσπαθεί να απαντήσει. Παρόλο που προσφέρει συγκίνηση, αποφεύγει τις χολιγουντιανές καθάρσεις.

Στο οπλοστάσιό του έχει κι έναν υπέροχο ηθοποιό. Ο Κίραν Κάλκιν (κερδίζοντας πρόσφατα τη Χρυσή Σφαίρα για αυτό το ρόλο και έχοντας μάλλον και την οσκαρική υποψηφιότητα στο τσεπάκι του) αποδεικνύει για ακόμα μία φορά ότι είναι ένα πολυβόλο ωμής, ακατέργαστης, νατουραλιστικής αμεσότητας. Μπαίνει στην καρδιά σου με μπουλντόζα, σε κάνει να νιώθεις γοητευμένος με χαρακτήρες που απεχθάνεσαι (Succession) και να αισθάνεσαι οικεία με ήρωες που δεν μοιράζεσαι τίποτα κοινό. Σαν παλλόμενη φλέβα που χτυπάει στο μέτωπο, απαιτεί την προσοχή σου. Μέσα από την υπερδιέγερση του, σε καθηλώνει. Κι όταν καταρρέει, τα θεμέλια του δεσμού με τον θεατή είναι τσιμεντωμένα.

Που πήγε το εγχείρημα λάθος; Στο ότι ο δημιουργός, με όλα αυτά τα συστατικά, γεννά μία πολύ μεγαλύτερη προσδοκία που δεν καταφέρνει να εκπληρώσει. Υπόσχεται, αλλά δεν απογειώνει το υλικό του. Οχι, δεν αναζητούσαμε grandiose στιγμές. Η στιβαρή απλότητα της μικρής ταινίας (από τις περσινές «Περασμένες Ζωές» μέχρι πίσω στον σπαραγμό που έστησε η Σοφία Κόπολα με το «Χαμένοι στην Μετάφραση») είναι το αγαπημένο μας genre. Όμως χρειαζόμασταν μία μεγαλύτερη συμπύκνωση - ιδεών, στοχασμών, συναισθημάτων. Ίσως να φταίει το χιπστερικό μανιφέστο που ακολουθούν όλοι (από την Λίνα Ντάναμ μέχρι τον Νόα Μπόμπακ και τον Σον Μπέικερ) όπου ο σκηνοθέτης αφηγείται κάθε σκηνή με εμμονικά κόμματα, αποσιωπητικά, ενώ είναι τόσο χρήσιμες και οι τελείες. Επιμένει με αμετροέπεια στις αμηχανίες, τα κομπιάσματα, τις ντροπές, κι όλο αυτό το θεωρεί αυτομάτως «νατουραλισμό». Δεν είναι έτσι. Θέλει οργάνωση, ακόμα και η αναρχία. Απαιτεί πολύ γερή πένα, χαλινάρι στην κάμερα, αυτοπεποίθηση στο μοντάζ, εμπειρία. Ο Αϊζενμπεργκ δεν είναι εκεί ακόμα.

Παρόλα αυτά, είναι ξεκάθαρο ότι όλο αυτό βγαίνει από την καρδιά του. Κι ίσως αυτό προτιμούσε να κάνει. Όχι την τέλεια ταινία, αλλά μία broken ταινία. Ελαττωματική, αλλά ειλικρινή. Οπως και οι ήρωές του. Κι αυτό το συμπονούμε.