Συνέντευξη

Συνέντευξη: Ενας Ιάπωνας, ένας Αμερικανός κι ο Βιμ Βέντερς μπαίνουν σε μια τουαλέτα...

of 10

Με αφορμή το «Υπέροχες Μέρες» που προβάλλεται στις αίθουσες, ο Γερμανός μετρ μιλά στο Flix για τη σημασία της ρουτίνας, του δρόμου και του κοινού καλού.

Συνέντευξη: Ενας Ιάπωνας, ένας Αμερικανός κι ο Βιμ Βέντερς μπαίνουν σε μια τουαλέτα...
φωτογραφία από το Cineuropa

Ο Βιμ Βέντερς δεν είναι τίποτα αν δεν είναι ένας σοφός, καλλιεργημένος άνθρωπος, ένας υπέροχος ομιλητής, ένας εμπνευσμένος δημιουργός, ένας σκηνοθέτης που θέλεις ν' ακούς. Αυτό κάναμε με αφορμή τη νέα του ταινία, «Υπέροχες Μέρες», που προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη, 22 Φεβρουαρίου, από τη Feelgood Entertainment.

Οι «Υπέροχες Μέρες» είναι αυτές που περνά, ίσως, ο Χιραγιάμα (βραβευμένος στις Κάννες για την ερμηνεία του ο Κότζι Γιακούσο), διατρέχοντας το Τόκιο για να κάνει τη δουλειά του, να καθαρίζει τουαλέτες, ακούγοντας ροκ μπαλάντες στο κασετόφωνο του αυτοκινήτου του, ξαπλώνοντας στο λιτό, τακάμι σπίτι του το βράδυ για να διαβάσει ένα βιβλίο. Υπέροχες μέρες είναι αυτές που έχει περάσει ο 78χρονος Βέντερς, κάνοντας σινεμά σε τουλάχιστον τρεις ηπείρους, και που μας έχει χαρίσει με πολλές από τις ταινίες του. Ακόμα πιο υπέροχα είναι όσα λέει, με λόγο συμπυκνωμένο, ποιητικό, κατά στιγμές χιουμοριστικό, ρέοντα χωρίς ούτε ένα στραβοπάτημα. Καλοζωισμένο, γνωστικό και πηγή έμπνευσης, σαν τα βιβλία του Χιραγιάμα ή ένα τραγούδι του Λου Ριντ. Υποψήφιος για το Οσκαρ Διεθνούς Ταινίας, εκπροσωπώντας τη χώρα του ανατέλοντος ηλίου, ο Βέντερς αποδεικνύει ότι, όχι, δεν είναι διεθνής, είναι πολύ λίγο Γερμανός, πολύ Αμερικανός και πολύ Ιάπωνας κι εξηγεί γιατί, δίνοντας έμφαση σε όλα τα μικρά πράγματα και τις μικρές κινήσεις καλοσύνης. Διαβάστε όσα μας είπε παρακάτω.


perfect days

Ιαπωνία, γιατί Γιασουτζίρο Οζου

Η σχέση μου με την Ιαπωνία ξεκίνησε ως αποκλειστικά κινηματογραφική. Γνώριζα το ιαπωνικό σινεμά, ιδιαίτερα του Κουροσάουα, του Μιζογκούτσι, δεν είχα δει ποτέ ταινία του Οζου ως τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Είδα τις πρώτες μου τρεις ταινίες του Οζου στη Νέα Υόρκη κι αυτή η εμπειρία πραγματικά μου άλλαξε τη ζωή, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζα τον κινηματογράφο, και μου προσέφερε ένα εντελώς διαφορετικό πνευματικό πεδίο απ’ όπου να τον προσεγγίζω. Με σόκαρε το γεγονός ότι δεν είχα δει ταινία του ως τότε κι έπειτα έμαθα ότι οι Ιάπωνες ποτέ δεν εξήγαγαν το σινεμά του Οζου γιατί θεωρούσαν ότι ήταν υπερβολικά ιαπωνικό και δεν θα το καταλαβαίναμε. Τότε ταξίδεψα για πρώτη φορά στην Ιαπωνία, κυρίως για να δω περισσότερες ταινίες του Οζου. Αυτό ήταν το 1977, είδα ακόμα δώδεκα φιλμ στην Ταινιοθήκη της Ιαπωνίας και μου άρεσαν όλα, παρότι τα έβλεπα χωρίς υπότιτλους! Από τις ταινίες είχαν μόνο κόπιες σε φιλμ, ούτε καν βίντεο και μ’ έβαλαν σε μια αίθουσα μοντάζ και τις είδα στη μονταζιέρα, χωρίς μετάφραση. Ηταν πανέμορφη αυτή η τόσο προσωπική θέαση των ταινιών του – κι ήταν η αρχή της πολύχρονης σχέσης μου με τον Δάσκαλο, Γιασουτζίρο Οζου και της, τελικά, εφ’ όρου ζωής σχέσης μου με την Ιαπωνία. Παραδόξως ήδη από την πρώτη φορά που ταξίδεψα εκεί, την ένιωθα σπίτι μου, δεν ήξερα ακριβώς γιατί, αλλά το δέχτηκα ως δεδομένο. Ξαναπήγα πολλές φορές μέσα στα επόμενα χρόνια, έκανα την πρώτη μου ταινία εκεί το 1985, το «Tokyo-Ga», ένα ντοκιμαντέρ που ακολουθούσε τα ίχνη του Γιασουτζίρο Οζου. Αυτό μου έδωσε την ευκαιρία να συναντήσω τον διευθυντή φωτογραφίας του, με τον οποίο είχε κάνει τις τελευταίες είκοσι ταινίες του και τον ηθοποιό Σίσου Ρίου, με τον οποίο έκανε όλες τις ταινίες του πλην μίας. Κι έτσι η σχέση μου με τον ιαπωνικό πολιτισμό εντάθηκε, όχι μόνο με το σινεμά αλλά και με τους ανθρώπους.

Ταξίδεψα για πρώτη φορά στην Ιαπωνία, κυρίως για να δω περισσότερες ταινίες του Οζου. Αυτό ήταν το1977, είδα ακόμα δώδεκα φιλμ στην Ταινιοθήκη της Ιαπωνίας και μου άρεσαν όλα, παρότι τα έβλεπα χωρίς υπότιτλους! Από τις ταινίες είχαν μόνο κόπιες σε φιλμ, ούτε καν βίντεο και μ’ έβαλαν σε μια αίθουσα μοντάζ και τις είδα στη μονταζιέρα, χωρίς μετάφραση. Ηταν πανέμορφη αυτή η τόσο προσωπική θέαση των ταινιών του – κι ήταν η αρχή της πολύχρονης σχέσης μου με τον Δάσκαλο, Γιασουτζίρο Οζου.»

Με συνεπήραν κάποια στοιχεία της ιαπωνικής κουλτούρας, η αγάπη τους για τα μικρά πράγματα, αλλά και η αγάπη τους για την προσφορά, η οξυμένη ευαισθησία τους για το κοινό καλό, αυτό ήταν κάτι που εκτίμησα πολύ όποτε πήγα στην Ιαπωνία. Κι όταν εξοικειώθηκα ακόμα περισσότερο με την ιαπωνική κουλτούρα, έκανα κι άλλη μια ταινία εκεί, μαζί με τον φίλο μου, Γιόζι Γιαμαμότο, μια ταινία για τη μόδα («Notebook on Cities and Clothes», 1989). Με τον Γιόζι γίναμε πολύ στενοί φίλοι κι αυτό με βοήθησε να καταλάβω γιατί ένιωθα αυτή την οικειότητα με την Ιαπωνία από την αρχή: η γνωριμία μου μ’ έναν άνθρωπο ακριβώς στην ηλικία μου, εκείνος γεννήθηκε αμέσως πριν τον πόλεμο κι εγώ αμέσως μετά, μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω ότι γεννηθήκαμε σε δυο παράλληλους πολιτισμούς, εγώ τον γερμανικό και τον αμερικανικό – κι αγκάλιασα την αμερικανική κουλτούρα μου τόσο περισσότερο απ’ ό,τι τη γερμανική – κι εκείνος το ίδιο, την ιαπωνική και την αμερικανική. Συνειδητοποίησα ότι αυτές οι δυο χώρες έχουν πολύ παρόμοια μεταπολεμική ιστορία και γι’ αυτό ένιωθα ν’ ανήκω και εκεί. Αργότερα γύρισα ένα μεγάλο μέρος του «Μέχρι το Τέλος του Κόσμου» εκεί, μάλιστα με τον ηθοποιό του Οζου, τον Σίσου και, μετά, οι «Υπέροχες Μέρες» γεννήθηκαν στο Τόκιο, ήταν η σύλληψη μιας ταινίας που έπρεπε να γίνει στο Τόκιο, δεν θα την έγραφα για κανέναν άλλον τόπο. Προέκυψε από την επιθυμία μου να κάνω μια ταινία για το κοινό καλό και για μια ζωή προσφοράς, και για σκέψεις που είχα στη διάρκεια της πανδημίας, όταν σκεφτόμουν ότι μετά, όταν θα βγαίναμε απ’ αυτόν τον εφιάλτη, οι κοινωνίες μας θα γίνονταν καλύτερες, θα μαθαίναμε να ζούμε διαφορετικά. Αλλά η πραγματικότητα ήταν το αντίθετο: μετά την πανδημία αρχίσαμε να ζούμε ακόμα πιο ανεύθυνα. Η πανδημία είχε μόνο ένα θύμα, τουλάχιστον στον Δυτικό κόσμο που εγώ γνώριζα κι αυτό ήταν η αίσθηση του κοινού καλού. Και για να κάνω μια ταινία μ’ αυτό το θέμα, το Τόκιο ήταν ο σωστός τόπος.

perfect days

Ρουτίνες και τελετουργικά

Η ρουτίνα είναι μια έννοια που όλοι μας γνωρίζουμε, κάποιοι περισσότερο, άλλοι ζουν πιο αυτοκαθοριζόμενες ζωές και μπορούν να φτιάξουν το πρόγραμμά τους κάθε μέρα. Αλλοι έχουν μια ζωή όπου το πρόγραμμα είναι δεδομένο και η δουλειά τους είναι μια ρουτίνα. Και στη δική μου ζωή η ρουτίνα είναι καθοριστική γιατί το να κάνεις μια ταινία βασίζεται, γενικά, στη ρουτίνα και πάντα αρνιόμουν την ιδέα ότι κάνεις μια ταινία επειδή ξέρεις πώς να την κάνεις κι έχεις υιοθετήσει αυτή τη ρουτίνα. Πάντα, για τον εαυτό μου, δέχομαι μόνο ότι η κάθε ταινία πρέπει να ξεκινά από το μηδέν και να εφευρίσκει τη δική της γλώσσα, τη δική της ρουτίνα. Τη ρουτίνα στη ζωή μου δεν την αντέχω, την αποδέχομαι μόνο αν ξέρω ότι θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ. Οταν αυτό γίνεται ρουτίνα, νιώθω χαμένος, νιώθω ότι δεν είμαι δημιουργικός, ότι βρίσκομαι στο λάθος μέρος και δεν νιώθω καλά με τον εαυτό μου. Εχω δει ανθρώπους, ιδιαίτερα στην Ιαπωνία, που διάγουν μια ζωή ρουτίνας κι όχι μόνο σκηνοθέτες, αλλά τεχνίτες, ανθρώπους που φτιάχνουν κεραμικά, ή ξύλινα μπολ, ή τα λακάρουν και φτιάχνουν το ίδιο αντικείμενο κάθε μέρα, σε απόλυτη ρουτίνα, αλλά ποτέ δεν θα δέχονταν να κάνουν κάτι που δεν είναι το καλύτερό τους. Η ηθική τους πρεσβεύει να ζουν γι’ αυτό το αντικείμενο που φτιάχνουν, τώρα κι αυτό πρέπει να είναι όσο γίνεται καλύτερο και ν’ ανταποκρίνεται στην προσδοκία τους. Αρα έχω δει ότι η ρουτίνα μπορεί ν’ αντιμετωπίζεται διαφορετικά. Είναι μια λέξη τόσο καίριας σημασίας, όχι μόνο στη δημιουργία, αλλά και στην καθημερινότητα. Οσο περισσότερο τη γεμίζεις με νόημα, με μια αίσθηση του παρόντος, του καινούριο, τόσο καλύτερα συμβιώνεις μαζί της.

Η πανδημία είχε μόνο ένα θύμα, τουλάχιστον στον Δυτικό κόσμο που εγώ γνώριζα κι αυτό ήταν η αίσθηση του κοινού καλού.»

Ηθελα, λοιπόν, να παρουσιάσω έναν ήρωα που ζει μια ζωή ρουτίνας και προσφοράς, αλλά που, επίσης, ζει για τη στιγμή και κάθε μέρα, κάθε φορά, κάνει τη ρουτίνα του όσο καλύτερα μπορεί κι αυτό του δίνει αυτοεκτίμηση. Δεν εξαρτάται από τους άλλους για την αναγνώρισή του, μόνο από τον εαυτό του κι αυτό είναι μια Βουδιστική προσέγγιση. Είναι πολύ πνευματική η σχέση των Ιαπώνων με τα αντικείμενα. Θεώρησα ότι αυτό θα μας βοηθούσε, όλους, όλο τον πολιτισμό μας, μετά την πανδημία, να δώσουμε νέο νόημα στη ρουτίνα. Ενα από τα προβλήματά μας, όμως, σήμερα, είναι ότι μάς κλέβουν τις ρουτίνες μας. Δεν είμαστε πλέον υπεύθυνοι για τη ρουτίνα μας, την καθορίζουν αυτά τα αντικείμενα, σαν τα smart phones μας, τα κομπιούτερ μας, τα applications με τα οποία ζούμε, η ψηφιακή εποχή μάς έχει κάνει εξαρτώμενους. Δεν είμαστε υπεύθυνοι για τη ζωή μας, γι’ αυτό δεν μπορούμε καν να καλλιεργήσουμε μια ωραία, θετική σχέση με τη ρουτίνα μας. Πέφτουμε θύματα της ρουτίνας των αλγορίθμων. Κι αυτή είναι μια από τις θεματικές της ταινίας. Το εάν μπορούμε να μάθουμε να ζούμε πιο ανεξάρτητα, να μην είμαστε τόσο σκλάβοι για τους τεχνολογικούς αφέντες μας.

perfect days

Σε κατάσταση χάριτος

Ποτέ δεν κάνω μια ταινία σκεπτόμενος τι επίδραση θα έχει στο κοινό. Κάνω μια ταινία με έναν/μία ηθοποιό κι έναν τόπο. Κι ο τόπος εδώ δεν ήταν μόνο το Τόκιο, αλλά και η ιαπωνική κουλτούρα, και το δωμάτιο τατάμι όπου ζει ο Χιραγιάμα, οι τουαλέτες που καθαρίζει, προσφέροντας στους άλλους. Δεν μπορώ να χάνω ενέργεια αναρωτώμενος πώς θα φανεί κάτι στον κόσμο. Αρχίζω να συνειδητοποιώ πώς μοιάζει αυτό που έχω κάνει όταν μοντάρω, γιατί είμαι ο πρώτος θεατής της ταινίας κι όταν δείχνω για πρώτη φορά ένα αρχικό μοντάζ στη γυναίκα μου και λίγους φίλους. Φοβόμουν ότι κυλούσε λίγο αργά, αλλά είδα ότι η ταινία τους συνεπήρε, ότι ο Χιραγιάμα μαγνήτισε τα μάτια και τη σκέψη τους κι έβαλε τους θεατές μέσα στο σπίτι του. Αυτό κάνει στην ταινία, σας βάζει μέσα στο σύμπαν του κι αρχίζετε να βλέπετε τον κόσμο μέσα από τα μάτια του. Είμαι τόσο περήφανος που έκανα την ταινία με τον Κότζι Γιακούσο, γιατί δεν ήξερα άλλον ηθοποιό με τόσο ευγενικά μάτια. Κι είναι έτσι ό,τι κι αν παίζει, τον έχω δει να παίζει μπάτσους, ακόμα και κακούς μπάτσους, σαμουράι, τον έχω δει στο «Shall We Dance» και τη «Βαβέλ» και το «Tampopo» και τις «Αναμνήσεις μιας Γκέισας», και σε καθεμιά απ’ αυτές τις ταινίες αποπνέει καλοσύνη. Γι’ αυτό έγραψα την ταινία για εκείνον γιατί ήξερα ότι θα λειτουργήσει μόνο εάν ο ήρωας και ο ηθοποιός μπορεί να τρυπώσει στη σκέψη σου, καλώντας σε στη ζωή σου πολύ απλά και ταπεινά. Οπότε χαίρομαι πάρα πολύ όταν βλέπω ότι η ταινία συγκεντρώνει πολλούς θεατές, γιατί αυτό σημαίνει ότι κάναμε κάτι σωστά, ότι μπορέσαμε να περιγράψουμε αυτή την κατάσταση χάριτος όπου όλοι μπορούμε να μπούμε και να συμμετάσχουμε, αν λίγο απελευθερωθούμε από τη σκλαβιά στην οποία ζούμε.

perfect days

Αμερική, γιατί ροκ εν ρολ

Η αμερικανική κουλτούρα δεν μου επιβλήθηκε, όταν ήμουν έφηβος ένιωσα ότι την επέλεξα. Δεν ήταν η κουλτούρα των γονιών μου, ούτε των γύρω μου. Κανείς άλλος δεν είχε δίσκους με ροκ εν ρολ, μόνο εγώ και το λάτρευα. Ημουν ο πρώτος από τους φίλους μου που διάβασα τον Τομ Σόγιερ και τον Χάκλμπερι Φιν κι οι καλύτερες ταινίες, όπως κατάλαβα από πολύ μικρός, είναι τα γουέστερν. Αυτή η κουλτούρα που πολλοί αντιμετωπίζουν ως ιμπεριαλιστική, εγώ την επέλεξα για τον εαυτό μου και τη θεώρησα έναν φιλικό τρόπο βελτίωσης της ζωής μου. Αργότερα έμαθα για άλλες πτυχές της αμερικανικής κουλτούρας που δεν είναι φιλικές και από τότε έχω μια σχέση αγάπης-μίσους με την Αμερική, αλλά στοιχεία της κουλτούρας της έχουν χαραχτεί μέσα μου κι είναι απελευθερωτικά. Το ροκ εν ρολ μ’ απελευθέρωσε από μεγάλα βάρη που έφερα, ώσπου άκουσα τον Τσακ Μπέρι, ή τους Velvet Underground ή τον Λου Ριντ. Και μεγάλο μέρος της είναι πνευματικά γόνιμο, όπως ο Λου Ριντ ή η Πάτι Σμιθ. Ή η Νίνα Σιμόν περισσότερο απ’ όλους.

Δεν είμαστε υπεύθυνοι για τη ζωή μας, γι’ αυτό δεν μπορούμε καν να καλλιεργήσουμε μια ωραία, θετική σχέση με τη ρουτίνα μας. Πέφτουμε θύματα της ρουτίνας των αλγορίθμων.»

Οπότε η αμερικανική κουλτούρα, η ποπ κουλτούρα ειδικά, το ροκ εν ρολ είναι μια μεγάλη δύναμη στη ζωή μου, πάντα απελευθερωτική. Όταν πήγα στην Ιαπωνία, είδα ότι είχε διαφυλάξει περισσότερο τον πολιτισμό της απ’ ό,τι, ας πούμε, η χώρα μου, η Γερμανία. Με την έννοια της κοινωνικής αλληλεξάρτησης, της αίσθησης της κοινότητας. Όχι ότι κι αυτή δεν καταρρέει, αλλά βλέπω πιο απτή ουσία. Η αίσθηση της κοινότητας στην Ιαπωνία μου θύμισε τη νεότητά μου, στη μεταπολεμική Γερμανία, όταν όλοι μοιράζονταν ένα αίσθημα αλληλεγγύης. Ενιωσα ότι το να ζεις έχοντας τους άλλους στο μυαλό σου, το κοινό καλό, ήταν τόσο πιο εμφανές στην Ιαπωνία: αυτή ήταν κι η σπουδαιότερη αξία για τους ενήλικες όταν μεγάλωνα, το κοινό καλό ήταν το μόνο που είχε σημασία. Ολόκληρη η κοινωνία εξαρτιόταν από τον συνολικό επαναπροσανατολισμό της. Σήμερα, στον μετα-καπιταλιστικό κόσμο μας, το κοινό καλό δεν μοιάζει να έχει ιδιαίτερη αξία.

perfect days

Στην κίνηση βρίσκεται η σταθερότητα

Συνειδητοποίησα τη σημασία της κινηματογραφικής δημιουργίας μόνο όταν βρισκόμουν σε κίνηση. Οταν ανακάλυψα τα road movies κατάλαβα ότι το να βρίσκεσαι στο δρόμο είναι μια κατάσταση δημιουργική, ένας τόπος βεβαιότητας, σταθερότητας, διαφορετικής απ’ αυτή που νιώθεις όταν μένεις σπίτι. Είναι μια διαρκής πρόκληση να είσαι στο δρόμο, εν κινήσει, φέρει μαζί του ρίσκα αλλά ένιωσα ότι το να παραμένω σε κίνηση είναι μια υγιής κατάσταση, ενισχυμένης αντίληψης και περιέργειας. Δουλεύω καλύτερα έτσι, η φαντασία μου ρέει ευκολότερα, η αγάπη μου για τα πράγματα είναι περισσότερο παρούσα, το ίδιο κι η εξωστρέφειά μου προς τους ανθρώπους. Συνειδητοποίησα, λοιπόν, ότι το να βρίσκομαι εν κινήσει, όχι απαραίτητα στο δρόμο, είναι για μένα μια καλύτερη κατάσταση από το να μένω στη θέση μου. Γι’ αυτό και όλες οι πρώτες ταινίες μου εκτυλίσσονταν στο δρόμο. Αλλά αυτό ισχύει και για τη ζωή του Χιραγιάμα, από τη μια έχει το σπίτι του, τη σταθερή ρουτίνα του και διαβάζει το βιβλίο του το βράδυ, έχει μια κανονικότητα, αλλά από την άλλη βρίσκεται εν κινήσει κι αυτό του επιτρέπει να παραμένει διαρκώς στο παρόν, αυτό το καθημερινό ταξίδι του διατρέχοντας το Τόκιο, από τη μια τουαλέτα στην άλλη. Μένει συνδεδεμένος με τον κόσμο εκεί έξω και, παρότι δεν μιλάει πολύ, ζει μέσα στην κοινωνία.

perfect days

Πριν τα Οσκαρ

Εχω υπάρξει ξανά υποψήφιος, κάποιες φορές, τρεις φορές. Βοήθησε αυτό τις ταινίες, προσέλκυσε μεγαλύτερο ενδιαφέρον, καμία δεν κέρδισε, αλλά είναι ωραίο να είσαι υποψήφιος. Εμένα δεν με βοήθησε, δεν άλλαξα ως άνθρωπος, αλλά οι ταινίες αποκτούν λίγο μεγαλύτερη απήχηση. Καθώς με πρότεινε ως υποψήφιο όχι η χώρα μου, αλλά η Ιαπωνία – και κάθε υποψήφιος πρέπει να προτείνεται από μία χώρα – αυτό από μόνο του είναι σπάνιο, για την ακρίβεια δεν έχει ξανασυμβεί, οπότε νιώθω ένα χρέος για όσα οφείλω σ’ αυτή τη χώρα. Δεν είναι μεγάλη πίεση για μένα, δεν είναι στο χέρι μου να κερδίσω, δεν θ’ αλλάξει τη ζωή μου, αλλά επειδή είναι για μια χώρα που μ’ εμπιστεύτηκε να γίνω αγγελιοφόρος της μ’ αυτή την ταινία, νιώθω μια ευθύνη, έκανα ό,τι μπορούσα, προβολές, Q&As σε πολλές χώρες και προσπαθούμε να μιλάμε για την ταινία, για το πνεύμα της. Μέχρι εκεί, όμως. Μετά τα Οσκαρ θα είμαι ο ίδιος άνθρωπος, είτε κερδίσουμε, είτε όχι.

Η ταινία «Υπέροχες Μέρες» του Βιμ Βέντερς προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη, 22 Φεβρουαρίου, από τη Feelgood Entertainment. Διαβάστε και δείτε περισσότερα εδώ.