Ο Θωμάς, ένας πενηντάρης κατ’ ανάγκη ταξιτζής, ζει μαζί με τη γυναίκα του, Μαρία, και τον έφηβο γιο του, Τάσο. Εχει σπουδάσει φιλολογία και αγαπάει πολύ τη λογοτεχνία, αλλά ποτέ δεν κατάφερε να ζήσει σύμφωνα με τις προσδοκίες που είχε από τον εαυτό του. Η αυτοκτονία ενός πελάτη φέρνει στην επιφάνεια τα απωθημένα του και τον βυθίζει στην ερωτική εμμονή.
Εκεί όπου το ψυχολογικό θρίλερ συναντά την κρίση μέσης ηλικίας, τα σκοτάδια της Αθήνας κι ένα μάτσο θαυμάσιες ερμηνείες, συναντάμε τη νέα ταινία του Στέργιου Πάσχου, που γνωρίσαμε με τον... έρωτα εγκλεισμού στο «Αφτερλωβ». Τώρα, «Ο Τελευταίος Ταξιτζής», με πρωταγωνιστές τον Κώστα Κορωναίο και την Κλέλια Ανδριολάτου κι έναν ισοπεδωτικό δεύτερο ρόλο από τη Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου, είναι έτοιμος για την κούρσα του στα θερινά σινεμά, από την Πέμπτη, 27 Ιουνίου, από τη Weird Wave.
Η ταινία ξεκίνησε την πορεία της στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης τον Νοέμβριο, όπου και διακρίθηκε με το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας για τον Κορωναίο και με το βραβείο Καλύτερης Ταινίας της ΠΕΚΚ, ενώ είναι υποψήφια για πέντε Βραβεία Ιρις της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, στις κατηγορίες σεναρίου, μουσικής, α' ανδρικού και α' και β' γυναικείου ρόλου.
Το Flix κουβέντιασε με τον Στέργιο Πάσχο, χωρίς ταξίμετρο και χωρίς αναστολές, για όσα σημαίνει το σινεμά του, για τη σχέση του με τα εκπληρωμένα ή ανεκπλήρωτα όνειρα, για τη δική του γενιά δημιουργών και για τη διαδρομή προς την ωριμότητα που δεν έχει χάρτη. Διαβάστε παρακάτω όσα μας είπε.
Φωτογραφίες από τα γυρίσματα του «Τελευταίου Ταξιτζή»: Στάμος Δημητρόπουλος
Τόσο η δομή, όσο και η ουσία, η προσέγγιση της ταινίας, βασίζονται σ' ένα μεγάλο μέρος στη φωτογραφία, στα αλλεπάλληλα dolly shots. Γιατί κάνατε αυτή την επιλογή, μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας, Γιώργο Κουτσαλιάρη;
Δουλέψαμε μαζί με τον Κουτσαλιάρη, είχαμε πολύ στο μυαλό μας διάφορα φιλμ από τα αμερικάνικα ‘70ς. Μας αρέσει πολύ αυτή η εποχή γιατί νιώθω πως τότε αυτό που λέμε σινεμά του δημιουργού κι αυτό που λέμε σινεμά με μια απεύθυνση στο κοινό βρήκε μια φοβερή ισορροπία. Επειδή ήταν και οι νέοι δημιουργοί και οι νέοι παραγωγοί και το σινεμά άλλαζε, σίγουρα για μια δεκαετία υπήρξαν πολλές ταινίες που πιάνουν αυτή τη χρυσή τομή και δεν πέφτουν στη μία ή στην άλλη πλευρά, μονόπαντα. Οπότε θέλαμε μ’ έναν τρόπο να πάρουμε αυτή την αίσθηση, μας ενδιέφερε αυτή η ατμόσφαιρα του αστυνομικού – νουάρ, αλλά το πώς θα μπλεχτεί σε μία ταινία που πάει πιο πολύ στην υπαρξιακή αναζήτηση με στοιχεία μαύρης κωμωδίας. Θελήσαμε να δούμε πώς θα γίνει μία μείξη αυτών των στοιχείων.
Τα μονοπλάνα που έχει αυτή η ταινία τα θέλαμε πάρα πολύ. Βέβαια και το «Αφτερλωβ» έχει μονοπλάνα, ίσως δεν φαινόταν τόσο γιατί η κάμερα δεν κινούνταν, αλλά είχε πολύ μεγάλης διάρκειας πλάνα. Γενικά μου αρέσει η ιδέα του μονοπλάνου γιατί αποτυπώνει μια κατάσταση ατόφιου χρόνου όπου συμβαίνει κάτι και άπαξ κι αυτό το «κάτι» καταφέρεις να το πάρεις στο γύρισμα, να πάρεις δηλαδή μια συνθήκη όπου οι ηθοποιοί και η κάμερα έχουν εναρμονιστεί με έναν οργανικό τρόπο, αυτό έχει μία δύναμη που είναι ανεκτίμητη.
Κοτόπουλο με ρύζι με τον διευθυντή φωτογραφίας, Γιώργο Κουτσαλιάρη
Αντλεί και ο ήρωάς σου από τους ήρωες αυτού του σινεμά, που είχαν πάντα ένα χρόνο εξέλιξης του χαρακτήρα τους στην οθόνη, μια πολυτέλεια να επικεντρώνεται η ταινία σε μια ήρεμη παρατήρηση;
Νιώθω ότι ο ήρωας είναι ένας άνθρωπος που όντως βλέπει έτσι τα πράγματα, έρχεται λίγο από μια άλλη εποχή, παίρνει το χρόνο του, δεν νιώθει άνετα με την ταχύτητα της εποχής, σίγουρα έχει πιο ρομαντικές ιδέες στο μυαλό του κι όχι απαραίτητα με την καλή έννοια, έναν ανεκπλήρωτο ναρκισσισμό. Αλλά και γενικότερα μ’ ενδιαφέρει – και όταν το βλέπω σε ταινίες – το πώς μπορείς να πας κάθετα στα πράγματα. Οχι οριζόντια, με την πληροφορία της πλοκής και την παράθεση γεγονότων που προχωρούν μια ιστορία μπροστά. Μπορεί αυτό να σε κερδίζει πρόσκαιρα επειδή κρατάει το ενδιαφέρον σου, αλλά αισθάνομαι ότι πολλές φορές έχει χαμηλό ταβάνι. Ενώ όταν ανοίγεις μέσα στο χρόνο και τον αφήνεις να εξελιχθεί κανονικά, έχεις τη δυνατότητα να αναδειχθούν οι πληροφορίες μέσα από άλλα πράγματα, από λεπτομέρειες, υφές, βλέμματα, κινήσεις και να συμβεί κάτι που ενδεχομένως να είναι πιο δυσερμήνευτο, αλλά και πιο πλούσιο, πιο σύνθετο, μακάρι και πιο ανοιχτό στη θέαση.
Με τον Γιάννη Σαββίδη, βοηθό διευθυντή παραγωγής
Ο Κώστας Κορωναίος συγκεντρώνεται μέσα στο χάος
Εγραψες έναν ήρωα σε κρίση μέσης ηλικίας, με ανεκπλήρωτες προσδοκίες και την απογοήτευση που φέρνει αυτό, ενώ είσαι ακόμα πάρα πολύ νέος. Γιατί κατευθύνθηκες προς τα εκεί;
Είμαι αρκετά πιο νέος από τον ήρωα και θεωρητικά δεν φαίνεται η ζωή μου να έχει κάποια σχέση με τη δική του, αλλά μ’ ενδιαφέρουν οι άνθρωποι οι οποίοι ζουν μέσα στο μυαλό τους, βιώνουν μια ματαίωση, όποιου είδους, και δεν παίρνουν ικανοποίηση από τη ζωή τους ή δεν έχουν καταφέρει να έχουν μια ζωή όπως αυτοί θα ήθελαν. Κι ο λόγος που μ’ ενδιαφέρουν είναι πως πιστεύω ότι αυτό είναι ένα ζήτημα: πιστεύω ότι η κοινωνία υποφέρει από πολλούς ανθρώπους που αισθάνονται ότι ζουν χωρίς σκοπό, χωρίς νόημα. Οι οποίοι οδηγούνται σε κακοτοπιές, σε διάφορα φοβερά πράγματα, ακριβώς για να κάνουν κάτι μ’ αυτή τη ζωή, να προκαλέσουν τουλάχιστον έναν αντιπερισπασμό στο ότι δεν έχει σκοπό. Αλλοι το διαχειρίζονται καλύτερα, άλλοι χειρότερα. Πιστεύω ότι εγώ, αν βρισκόμουν σε μια τέτοια κατάσταση, δεν θα τη διαχειριζόμουν καλά, είναι για μένα ένα είδος εφιάλτη. Κι επειδή ήθελα να κάνω μια ταινία που να έχει στοιχεία θρίλερ, πώς ξεκινάει κανείς; Με την απλή σκέψη, τι με τρομάζει εμένα; Αν θες να πας, ας πούμε, όχι στις… νυχτερίδες, αλλά σε κάτι ψυχολογικό, σε κάτι δικό σου, σε κάτι που να μπορείς ν’ αναπτύξεις μέσα από μια ταινία χαρακτήρων.
Αυτό θα με τρόμαζε πολύ, να είμαι εγκλωβισμένος σε μια ζωή που δεν έχω επιλέξει, από την οποία δεν παίρνω ικανοποίηση. Είναι μια εφιαλτική σκέψη ότι, αν είχα βρεθεί σ’ αυτό το πλαίσιο ζωής, με αυτά τα απωθημένα, τι μπορεί να συνέβαινε; Κι επειδή ένα μικρό κομμάτι μέσα μου μπορεί να το σκέφτεται αυτό και να το φοβάται, προσπάθησα να το μεγαλώσω με τη φαντασία μου και να δω πώς μπορώ να φτιάξω αυτόν τον ήρωα.
Με τον Δημήτρη Κανελλόπουλο, ηχολήπτη της ταινίας
Οχι απλώς επέλεξες τον Κώστα Κορωναίο για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά με την ταινία διακρίνεται διαρκώς για την ερμηνεία του. Πόσο ευχαριστημένος είσαι από την επιλογή το καστ σου;
Χάρηκα πολύ που διακρίθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ο Κώστας Κορωναίος και που είναι υποψήφιος για το Βραβείο Ιρις φέτος, γιατί είναι μια επιλογή που δεν είναι προφανής. Μ’άρεσε ανέκαθεν πολύ ως ηθοποιός, τον είχα δει πρώτη φορά σε μια παράσταση που λεγόταν «Ο Μαδαφάκας με το Καπέλο» και τον είχα εκτιμήσει πολύ. Φέρνει μαζί του κάτι πολύ καθημερινό, πολύ γειωμένο, πολύ φυσικό, έχει μια εξαιρετική ικανότητα να πείθει για τον ήρωά του. Μπορείς όμως να πιστέψεις ότι θα τολμήσει να κάνει ένα άλμα και μ’ ενδιέφερε να φανεί αυτό, να σε ξαφνιάσει το πού μπορεί να πάει αυτός ο τύπος και το τι μπορεί να βγάλει από μέσα του αυτός ο ηθοποιός και να το υποστηρίξει.
Η Κλέλια Ανδριολάτου είναι πάρα πολύ καλή ηθοποιός, έχει μία αύρα που λες ότι κάποιος θα μπορούσε να την πατήσει μαζί της, είναι μια πολύ ισχυρή παρουσία. Αλλά σε μια τέτοια ταινία, ανέχεις έναν τέτοιο πρωταγωνιστή, προχωράς σε σχέση μ’ εκείνον, πώς στέκονται οι υπόλοιποι γύρω του. Και στο δοκιμαστικό που έκαναν με την Κλέλια, είχε ένα ενδιαφέρον ότι αυτοί οι δύο μοιράζονταν κάτι, όχι κάτι ερωτικό, μια χημεία που εξέφραζε έναν κοινό τόπο, ένα κοινό είδος μοναξιάς, ώστε να βγάζει νόημα ότι μπορούν να επικοινωνήσουν, να περάσουν χρόνο μαζί. Επρεπε τόσο να ταιριάζουν, όσο και να μην ταιριάζουν.
Και της Μαρίσσας Τριανταφυλλίδου ο ρόλος ήταν μικρός, τέσσερις μέρες γύρισμα μόνο, αλλά νομίζω ότι όταν βλέπεις την ταινία δεν έχεις την αίσθηση ότι είναι μικρός, γιατί η παρουσία της έχει γράψει πολύ. Ηθελα μία ισχυρή παρουσία που ο ήρωας να είναι ανίκανος να δει, μέχρι που… θα τη δει. Ή θα τη δούμε εμείς. Ηθελα μια ηθοποιό που να εκπέμπει κάτι που είναι δύσκολο να το προσπεράσεις κι αυτό το έχει η Μαρίσσα.
Δεν νομίζω καθόλου ότι η ταινία εξιδανικεύει αυτόν τον ήρωα, αντίθετα, μάλλον μπαίνει στα σκοτάδια μιας τέτοια κατάστασης, μάλλον περιγράφει μια συνθήκη που έχει παρέλθει κι αυτός είναι ένα κομμάτι μιας άλλης εποχής.»
Χωρίς να κάνουμε spoilers (αλλά όποι@ θέλουν ας περάσουν στην επόμενη ερώτηση), έφερες ένα φινάλε στην ταινία που ανατρέπει τη δομή και τις ως τότε προσδοκίες των θεατών, γιατί πήρες αυτή την απόφαση;
Ηθελα να κάνω μία ταινία, η οποία να αποκαλύπτεται στο φινάλε. Υπάρχουν κάποιες ταινίες οι οποίες αν κλείσουν πέντε λεπτά πριν το φινάλε, δεν μπορείς να πεις τι έχεις δει. Και πάντα είχα ένα απωθημένο μιας τέτοιας ταινίας. Ενα παράδειγμα τέτοια ταινίας είναι, ας πούμε, το «Αστυνομία, Ταυτότητα» του Κορνέλιου Πορουμπόιου. Είχα μια φιλοδοξία να φτιάξω έναν επίλογο-φινάλε, ο οποίος να σε αναγκάζει να ξαναδιαβάσεις την ταινία. Σαν να σου μετατοπίζει το πού μπορεί να βρίσκεται το θέμα. Να βλέπεις κάτι για πολλή ώρα και μετά να έρχεται αυτό το φινάλε και να σε βάζει να ξανασκεφτείς όλο αυτό που είδες. Σαν ένα είδος διαλύτη, πώς είχαμε στη χημεία, που τον ρίχνεις πάνω σ’ ένα υγρό που έχει ένα χρώμα και ξαφνικά το χρώμα αλλάζει. Ετσι το είχα σκεφτεί κι ήταν το μεγαλύτερο άγχος μου στα γυρίσματα, αν θα πετύχει.
Με τον Κώστα Κορωναίο και την Κλέλια Ανδριολάτου, στο Λυκαβηττό
Εάν κάποιος ή κάποια θεωρήσει ότι η ταινία σου αντιμετωπίζει τη γυναίκα με την ανδρική ματιά, με μια διάθεση εκμετάλλευση είτε της γυναικείας φύσης, είτε του γυναικείου σώματος, τι θα ήθελες ν’ απαντήσεις;
Πιστεύω ότι η ταινία δείχνει την αντρική φαντασίωση ως έναν εφιάλτη. Ακόμα κι όταν ο ήρωας παρατηρεί την κοπέλα μέσα από μία κλειδαρότρυπα – εγώ δεν θα ήθελα να είμαι αυτός ο τύπος, το βλέπουμε ως μια κατάσταση νοσηρή και ταπεινωτική γι’ αυτόν, όχι μ’ έναν τρόπο εξιδανίκευσης, όχι σαν κάτι γοητευτικό ή ερεθιστικό, ίσα-ίσα. Είναι μια μεγάλη συζήτηση αυτή για την ανδρική ματιά, αλλά δυστυχώς πιστεύω ότι σ’ ένα μεγάλο βαθμό γίνεται με όχι καλούς όρους, όχι με μια διάθεση να εμβαθύνει κανείς, λιγάκι ρηχά θα έλεγα. Αν κάτι το έχει σκηνοθετήσει ένας άνδρας και περιγράφει μια «ευαίσθητη» σχέση, όπως ενός μεγαλύτερου άνδρα με μια νεότερη γυναίκα, κατ’ ευθείαν κάποιος θα βιαστεί να μιλήσει για ανδρική ματιά, χωρίς να εξετάσει τις επιμέρους ποιότητες. Κι εκεί θα πρέπει ν’ αναρωτηθεί κανείς, κάποια πράγματα είναι ταμπού κι απαγορεύεται τελείως να μιλάμε γι’ αυτά; ‘Η έχει σημασία ο τρόπος με τον οποίο μιλάμε για τα πράγματα;
Γιατί εγώ δεν νομίζω καθόλου ότι η ταινία εξιδανικεύει αυτόν τον ήρωα, αντίθετα, μάλλον μπαίνει στα σκοτάδια μιας τέτοια κατάστασης, μάλλον περιγράφει μια συνθήκη που έχει παρέλθει κι αυτός είναι ένα κομμάτι μιας άλλης εποχής. Αυτό βέβαια για να το δει κανείς προϋπόθεση είναι να μπει στις λεπτομέρειες του πράγματος και να κάνει τον κόπο ν’ ασχοληθεί με την ταινία και με το πώς απεικονίζονται οι ήρωες και οι ηρωίδες της και να μην σταθεί σ’ ένα πρώτο επίπεδο. Νιώθω ότι ακόμα αυτή η συζήτηση γίνεται με φοβερή πόλωση, οδηγώντας συχνά σε λανθασμένα συμπεράσματα. Φαντάζομαι κάποια στιγμή θα ωριμάσει η κουβέντα.
Τι «τελειώνει» για τον ήρωα και τι σηματοδοτεί αυτό το τέλος για σένα; Θέλησες ν’ αποχαιρετήσεις κάτι;
Για τον ήρωα νομίζω ότι έρχεται μια ωριμότητα και μια αποδοχή του εαυτού του, της ζωής του, όσων έχει – έτσι νιώθω, ότι τελειώνει μια εποχή των φαντασιώσεων και την ανωριμότητας κι έρχεται μια, λιγάκι ανώμαλη, προσγείωση στην πραγματικότητα. Για ‘μένα προσωπικά ίσως τελειώνω μ’ αυτό το είδος «προσωπικού» σινεμά και μπορώ να πάω σε άλλα θέματα. Μεγάλες κουβέντες αυτές. Τίποτα δεν τελειώνει!
Ο Κώστας Κορωναίος με την ενδυματολόγο Κατερίνα Ζούρα
Η νέα γενιά των Ελλήνων σκηνοθετών σήμερα / μέσα σ’ αυτά τα χρόνια και μέχρι σήμερα, μοιάζει σαν να χάσατε το ρομαντισμό σας, να προδοθήκατε από την κινηματογραφική ζωή; Μια ενηλικίωση με ό,τι σημαίνει αυτό;
Το σινεμά είναι ο δρόμος προς τη ματαίωση. Αυτή είναι η αλήθεια. Υπάρχουν χίλιοι λόγοι για να μην κάνεις μία ταινία, ειδικά στην Ελλάδα. Κι υπάρχει ένας λόγος για να κάνεις: να θέλεις να κάνεις μια ταινία. Δεν υπάρχει κανένας άλλος λόγος να κάνεις μια ταινία στην Ελλάδα, πραγματικά. Είτε αυτή η ταινία φέρει το τίποτα, είτε γίνει μια σημαντική επιτυχία, ό,τι σημαίνει αυτό σε πιο ανεξάρτητες, εναλλακτικές ταινίες, πολλά εισιτήρια, φεστιβάλ, οι όροι με τους οποίους θα πας να κάνεις την επόμενη ταινία σου, είναι οι ίδιοι. Μ’ αυτό κάποιοι χαίρονται, κάποιοι λυπούνται, πάντως σίγουρα αυτό σημαίνει ότι το drive σου είναι κυρίως εσωτερικό και δεν μπορεί με κάποιο τρόπο να επηρεαστεί από εξωτερικούς παράγοντες. Σε κάποιο βαθμό, ωστόσο, χρειάζεται κανείς να βλέπει ότι οι κόποι του αποδίδουν και τον πάνε κάπου, ότι υπάρχει κάποιου είδους «ανταπόδοση», πράγμα που δεν συμβαίνει. Ομως πριν κάνεις την πρώτη σου μεγάλου μήκους ταινία, ίσως πιστεύεις ότι θα συμβεί. Γι’ αυτό κι η πρώτη ταινία είναι, νομίζω, μια πληγή, για όλους, είτε πάει καλά, είτε όχι. Εγώ δεν έχω δει κανέναν στον κύκλο μου, μετά, να είναι ο ίδιος άνθρωπος. Μετατοπίζει τους ανθρώπους αυτό. Το πώς και για πόσο θα συνεχίσει κάποιος μετά, εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, είναι ένα άλλο θέμα. Αλλά στο τέλος της ημέρας δεν νομίζω ότι διαφέρει από την πορεία της ζωής και πολλών άλλων ανθρώπων που στα τριάντα τους βλέπεις φωτογραφίες από διακοπές κι είναι παρέες δέκα, δεκαπέντε ανθρώπων κι όλοι μαζί και τα πιτσιρίκια τους, και μετά στα σαράντα ή στα σαρανταπέντε τους τούς βλέπεις μόνους, ή μ’ άλλο ένα φιλικό ζευγάρι και πάει λέγοντας. Για κάποιο λόγο, πολύ συχνά, μεγαλώνοντας αποχωριζόμαστε τους φίλους μας. Κλεινόμαστε περισσότερο στον εαυτό μας.
Η ταινία του Στέργιου Πάσχου, «Ο Τελευταίος Ταξιτζής», βγαίνει στις αίθουσες την Πέμπτη, 27 Ιουνίου, από τη Weird Wave.
Διαβάστε και δείτε ακόμη: Ο Γιώργος Γούσης σχεδιάζει τον «Τελευταίο Ταξιτζή» του Στέργιου Πάσχου