Ο Φίλιππος Τσίτος επιστρέφει, 13 χρόνια μετά τον «Αδικο Κόσμο» του, με νέα ταινία και πρωταγωνιστή (για τρίτη φορά, η πρώτη με την «Ακαδημίας Πλάτωνος») τον Αντώνη Καφετζόπουλο.
Ενας σκηνοθέτης-ανατόμος της κοινωνικής μας πραγματικότητας, συνηθίζει να παρατηρεί και να σχολιάζει (όχι ακριβώς ρεαλιστικά – αλλά σαν ένα αστικό παραμύθι που φλερτάρει με το μαύρο, ιδιοσυγκρασιακό χιούμορ, την πίκρα αλλά και μία αθεράπευτα ρομαντική τρυφερότητα) την Ελλάδα - πιάνει παραδόξως το αληθινό, σκαμμένο, μοναχικό της πρόσωπο.
Αυτή τη φορά θα ακολουθήσουμε την ιστορία του Δήμου Περπατάρη: ενός άσημου αλλά ασυμβίβαστο δημοσιογράφου, σπεσιαλίστα στα αρχαιοελληνικά ρητά, ο οποίος αγωνίζεται να κρατήσει το σπίτι του και μια αξιοπρεπή ζωή, χωρίς να χάσει την εντιμότητά του - μέχρι που συναντά τους Δεξιωσάκηδες: Μια γελαστή παρέα χωρίς ηθικούς φραγμούς, η οποία τρυπώνει σε δεξιώσεις για να φάει τσάμπα. Η παρακμιακή ξεγνοιασιά τους παρασύρει τον Περπατάρη, ο οποίος μαθητεύει στην ατιμία και θριαμβεύει στην συκοφαντία, μέχρι που φθάνει στα όριά του και πρέπει να διαλέξει πλευρά.
Τα γυρίσματα μόλις ολοκληρώθηκαν στα τέλη Ιουνίου και το Flix είχε την ευκαιρία να καλεστεί σε αυτές τις «Δεξιώσεις» και να συνομιλήσει με σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή.
Για να τα βγάλουμε πέρα στη ζωή, πρέπει να την βλέπουμε και από απόσταση. Αυτό είναι το χιούμορ. Με το χιούμορ παίρνουμε απόσταση και βλέπουμε καθαρότερα τι μας συμβαίνει. Το χιούμορ υπάρχει παντού, ακόμα και στα πιο τρομακτικά πράγματα -χωρίς χιούμορ δεν βλέπουμε σωστά..»
Φίλιππε, μοιάζει ότι έκανες για ακόμα μία φορά μία ταινία-σχολιασμό των καιρών μας. Η φράση «Πόση αξιοπρέπεια είσαι διατεθειμένος να χάσεις» είναι ενδεικτική. Ενιωσες ότι 15 χρόνια μετά την κρίση, ή των τελευταίων 5 μίας επίπλαστης ανάπτυξης οι άνθρωποι θυσιάζουμε τον αλληλοσεβασμό μας για ένα κομμάτι από την πίτα;
Φίλιππος Τσίτος: Δεν έχει να κάνει με την κρίση. Θεωρούμε την «αξιοπρέπεια», τον «αυτοσεβασμό», την «τιμιότητα», υπέρτατες ηθικές αξίες με τις οποίες κρίνουμε τον εαυτό μας και τους συνανθρώπους μας. Είμαστε έτοιμοι να δώσουμε για αυτές μάχες μέχρι τελικής πτώσεως (κυρίως στα ανώδυνα σοσιαλ). Ομως στην πραγματική ζωή ρυθμίζουμε την δοσολογία των αξιών αυτών καταπώς μας συμφέρει: Στην ερώτηση «Αξίζει να προδώσω κάποιον συνάνθρωπο, προκειμένου να εξασφαλίσω ένα καλύτερο μηνιάτικο;» απαντάμε «Εξαρτάται το μηνιάτικο».
Επιλέγεις πάντα να έχεις μία λοξή ματιά στα πράγματα, έναν κωμικό τόνο, ενώ σχολιάζεις πολύ σοβαρά θέματα. Πιστεύεις ότι η κωμωδία είναι το όχημα για να περάσεις πολύ πιο εύκολα ακόμα και αιχμηρά μηνύματα;
Φίλιππος Τσίτος: Για να τα βγάλουμε πέρα στη ζωή, πρέπει να την βλέπουμε και από απόσταση. Αυτό είναι το χιούμορ. Με το χιούμορ παίρνουμε απόσταση και βλέπουμε καθαρότερα τι μας συμβαίνει. Το χιούμορ υπάρχει παντού, ακόμα και στα πιο τρομακτικά πράγματα -χωρίς χιούμορ δεν βλέπουμε σωστά. Η κωμωδία είναι ένα από τα οχήματα που μου αρέσουν πολύ…
Για ακόμα μία φορά συνεργάζεσαι με τον Αντώνη Καφετζόπουλο. Πες μου ποιες ιδιότητες, ποια χαρακτηριστικά στην στόφα του ταλέντου του σε κάνει να τον επιλέγεις. Και πόσα έχουν αλλάξει (ή όχι) μέσα στα χρόνια, όταν ξανασυναντιέστε στα πλατό για το επόμενο πρότζεκτ;
Φίλιππος Τσίτος: Η ουσία του κινηματογραφικού ηθοποιού βρίσκεται αποκλειστικά σε αυτό που του συμβαίνει (εν μέρη ανεξέλεγκτα) κατά την διάρκεια της λήψης: Ενώ εκείνος «παίζει», ο εσωτερικός του κόσμος (αυτά που νιώθει ή εκείνα που αποφεύγει να νιώσει) εκπέμπονται στα μάτια, στο πρόσωπο, στην επιδερμίδα, στις κινήσεις του. Όσο πιο ειλικρινά είναι αυτά, τόσο μας αγγίζει η ερμηνεία του ηθοποιού. Δεν είναι τα λόγια που λέει. Είναι αυτό που συμβαίνει, ενώ τα λέει.
Ο Αντώνης έχει αφενός το χάρισμα, οτιδήποτε εκπέμπει κατά τη διάρκεια της λήψης να είναι ειλικρινές. Αλλά ταυτόχρονα έχει και την τρομακτική ικανότητα να ρυθμίζει και να κατευθύνει όλη αυτή την ενέργεια που ξεπηδά από μέσα του, ενώ παραμένει ειλικρινής!
Δεν είναι απλό. Με έχει αφήσει επανειλημμένως με ανοιχτό το στόμα. Είναι σπάνια τέχνη. Οι συνεργασίες έφεραν και μια βαθύτερη εμπιστοσύνη μεταξύ μας, πιστεύω. Στις «Δεξιώσεις» εμπιστευόμουν, συχνά χωρίς το πολυσκεφτώ, την γνώμη και το ένστικτο του.
Oι ελληνικές ταινίες δύσκολα συναντούν το κοινό τους. Μπορεί να θριαμβεύσουν στα διεθνή φεστιβάλ, να κερδίσουν βραβεία και διακρίσεις, αλλά όταν κάνουν πρεμιέρα στις ελληνικές αίθουσες συναντούν έναν δισταγμό. Ποιος είναι ο λόγος πιστεύεις και πώς θα μπορούσε κατά τη γνώμη σου να ανατραπεί αυτό;
Φίλιππος Τσίτος: Καταρχήν, πουθενά πλέον στον κόσμο δεν υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κινηματογραφική ταινία 90 λεπτών. Τα φεστιβάλ έχουν γίνει κάτι σαν τα εγκαίνια εκθέσεων των εικαστικών. Είναι απολύτως απαραίτητα (ευτυχώς που υπάρχουν!) ώστε η τέχνη του σινεμά να εξελίσσεται και να προχωρά όπως μπορεί. Αλλά η πλειοψηφία των ανθρώπων δεν περιμένει πια κάτι από το σινεμά. Αρέσκεται να εντυπωσιάζεται από τα κονσεπτ των σειρών στις πλατφόρμες και για την ώρα ζητά όλο και περισσότερα κονσεπτ, πακεταρισμένα σε μπόλικα επεισόδια, τα οποία καταναλώνει σε ένα Σαββατοκύριακο. Η ασταμάτητη κατανάλωση σειρών και μάλιστα on demand, από τον καναπέ, είναι η βασική διασκέδαση των σύγχρονων ανθρώπων. Οχι η κινηματογραφική ταινία.
Η προβολή ταινιών σε μεγάλες αίθουσες όπου πολλοί άνθρωποι μοιράζονται μια κινηματογραφική εμπειρία -ένα κοινό Ταξίδι -μια μαζική Συγκίνηση -ένα κοινό Όνειρο -όπως θέλουμε ας το πούμε- είναι κάτι που χάνεται. Το ερώτημα γιατί οι ελληνικές ταινίες δεν βρίσκουν το κοινό τους στις αίθουσες είναι δευτερεύον, αφού το να βρει οποιαδήποτε ταινία το κοινό της στην αίθουσα είναι κάτι όλο και πιο σπάνιο, ενώ από την άλλη, δεν ξέρουμε για πόσο ακόμη θα υπάρχουν αίθουσες.
Παρόλα αυτά το ερώτημα ισχύει. Διότι ούτε οι ελληνικές τηλεοπτικές σειρές δείχνουν να ενδιαφέρουν το ελληνικό κοινό, με τον τρόπο που το ενδιαφέρουν οι ξένες σειρές στις πλατφόρμες. Κατά την γνώμη μου η ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά τους Ελληνες δημιουργούς. Εμείς δεν φροντίζουμε να φτιάχνουμε ιστορίες που να αφορούν περισσότερο τους σύγχρονους Ελληνες και να τις λέμε με τρόπο που να τους γοητεύει.
Σε ποια δεξίωση -κυριολεκτική ή συμβολική θα πήγαινες ακάλεστος. Και γιατί;
Δεν θα πήγαινα πουθενά ακάλεστος. Ντρέπομαι. Όμως πάντα ζήλευα εκείνους που μένουν δίπλα σε θερινά και μπορούν να βλέπουν τις ταινίες από το μπαλκόνι τους…
Και τον τηλεφωνικό κατάλογο να μου ζητούσε ο Φίλιππος να «ερμηνεύσω» θα το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη. Μας συνδέει κάτι παραπάνω από αμοιβαία εκτίμηση: η τεκμηριωμένη από το αποτέλεσμα «επιτυχία»...»
Κύριε Καφετζόπουλε συστήσετε μας τον Δήμο Περπατάρη - ποιος είναι, που τον συναντάμε, πώς μπλέκει σε αυτό το κύκλωμα των απρόσκλητων καλεσμένων;
Δεν μου αρέσει καθόλου να μιλάω για τους ρόλους. Ειναι μια πολύπλοκη και δημιουργική δουλειά η κατασκευή ενός χαρακτήρα, με περίπλοκα έως αντιφατικά αποτελέσματα. Προτιμώ να αποφασίσουν οι θεατές για το ποιόν του προσώπου που έφτιαξα. Ο Περπατάρης πάντως, είναι ενας τυπικός «άνθρωπος-του-Τσίτου», δηλαδή αρκετά απόμακρος και μοναχικός, με ισχυρές απόψεις. Ο λόγος που μπλέκει σε αυτό το κάπως ανήθικο κυνικό παιχνίδι των δεξιώσεων είναι ο συνήθης: η ανάγκη.
Τι σας άρεσε σε αυτό το σενάριο; Τι προκάλεσε το ενδιαφέρον σας -ερμηνευτικά ή και πολιτικά;
Με το Φίλιππο Τσίτο έχω κάνει δυο ταινίες, ίσως τις καλύτερες της ζωής μου. Και βραβεύτηκα και για τις δυο σε ισάριθμα σημαντικά ευρωπαϊκά φεστιβάλ. Οπότε, όπως καταλαβαίνετε, και τον τηλεφωνικό κατάλογο να μου ζητούσε να «ερμηνεύσω» θα το έκανα χωρίς δεύτερη σκέψη. Ολα τα άλλα είναι δευτερεύοντα στη συγκεκριμένη επιλογή. Μας συνδέει με το Φιίλίππο κάτι παραπάνω από αμοιβαία εκτίμηση: η τεκμηριωμένη από το αποτέλεσμα «επιτυχία».
Εχετε μία ιδιαίτερη σχέση με τον Φίλιππο Τσίτο, μοιάζει να έχετε ταιριάξει σε πάρα πολλά επίπεδα. Ποια είναι τα στοιχεία του σκηνοθέτη Τσίτου και του ανθρώπου Φίλιππου που σας κάνει να τον εκτιμάτε;
Πράγματι, έχουμε μια στενή σχέση, άρα εξ ορισμού ιδιαίτερη. Κυρίως στηρίζεται στην αμοιβαία εκτίμηση. Παίζει ρόλο και μια ροπή που έχουμε και οι δυο στη αποφυγή της υπερβολής. Νομίζω επίσης, ότι με κάνει καλύτερο όταν δουλεύω για κάποια ταινία του και η παρουσία μου κάνει καλύτερες τις ταινίες του.
Ο Φίλιππος ξεκινά στο σημείωμα του σκηνοθέτη να εξηγεί την ταινία, με τη φράση «Πόση αξιοπρέπεια είσαι διατεθειμένος να χάσεις;» Στο επάγγελμα σας, ειδικά μετά την κρίση, το βλέπουμε συχνά. Εσάς ποιο ήταν πάντα και είναι το όριο για να διεκδικήσετε την εξέλιξη στην καριέρα σας. Και με τι κόστος το έχετε υπηρετήσει;
Ενα και μόνο ένα κριτήριο είχα ανέκαθεν: να κάνω οτιδήποτε αρκεί να μην προσβάλλει τις προσωπικές μου αρχές. Μετα, ήθελα να κάνω πράγματα που φαίνονται απολαυστικά ή/και προκλητικά, δηλαδή δύσκολα.
Ανάλογα λοιπόν με τις εποχές και τις ανάγκες - αυτό είναι το μόνο βιοποριστικό επάγγελμα που έχω - έκανα και πράγματα που δεν ήταν καθόλου διασκεδαστικά ή δεν ήταν καθόλου ενδιαφέροντα. Αλλα πότε δεν έκανα κάτι με το οποίο διαφωνούσα θεμελιωδώς.
Σε ποια δεξίωση θα πηγαίνατε ακάλεστος και γιατί;
Εχω πάει ακάλεστος. Καμιά φορά μπορεί να είναι πολύ διασκεδαστικό αυτό. Κάποτε, πριν πολλά-πολλά χρόνια, έκανα σχέδια να βρεθώ σε κάποιο πάρτι, στα πλαίσια ενός φεστιβάλ στην Ιταλία, όπου θα βρισκόταν και ο Φεντερίκο Φελίνι. Δεν χρειάστηκε τελικά, την προηγούμενη πέθανε η μητέρα του - γέμισε το Ρίμινι με αγγελτήρια της κηδείας που συνέπιπτε με τη «δεξίωση»…