H Λουκρέσια Μαρτέλ είναι σαν τις ταινίες της: φαινομενικά απροσπέλαστη και δύστροπη, τελικά όμως σοφή και προσηνής, φροντίζει με κάθε λέξη της να δίνει τροφή για σκέψη και προβληματισμό και σε κάνει σταδιακά να κρέμεσαι από τα λόγια της, με τον ίδιο τρόπο που τα πανέμορφα κι αλλόκοτα πλάνα της αρχικά σε παραξενεύουν, σταδιακά όμως σε παγιδεύουν μέσα στην αταξινόμητη πολυσημία τους.
Μετά από δέκα χρόνια απουσίας από την ενεργό δράση (το τελευταίο της φιλμ ήταν το «Η Γυναίκα Χωρίς Κεφάλι» του 2008), ένα πρότζεκτ για μια ταινία επιστημονικής φαντασίας που ναυάγησε και φήμες για μια πολύχρονη μάχη με την επάρατη νόσο, επέστρεψε θριαμβευτικά φέτος με το «Zama», την πρώτη ταινία εποχής της εκλεκτικής φιλμογραφίας της, η οποία μετά από έντονη φημολογία για συμμετοχή στο Διαγωνιστικό των Καννών, βρέθηκε εκτός Διαγωνιστικού στο Φεστιβάλ της Βενετίας. Εκεί τη συνάντησε το Flix και προσπάθησε να εκμαιεύσει από την σημαντικότερη σκηνοθέτη της Λατινικής Αμερικής ένα μικρό απόσταγμα της σοφίας της.
Η ταινία αναμενόταν στο Φεστιβάλ Καννών, όπου τελικα δεν προβλήθηκε, επειδή κατά τις φήμες η παρουσία του παραγωγού της ταινίας σας Πέδρο Αλμοδόβαρ ως Προέδρου της κριτικής επιτροπής απέκλειε τη συμμετοχή της στο Διαγωνιστικό. Ωστόσο, και στη Βενετία το «Zama» προβλήθηκε εκτός Διαγωνιστικού. Ήταν δική σας επιλογή;
Καταρχάς, οφείλω να πω ότι ανεξάρτητα από την τοποθέτηση του Πέδρο στη θέση του Προέδρου της κριτικής επιτροπής, οι Κάννες ουδέποτε ζήτησαν την ταινία μου σε οποιδήποτε τμήμα, ίσως λόγω αυτού του γεγονότος. Εδώ στη Βενετία, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ, Αλμπέρτο Μπαρμπέρα, μου δήλωσε πως δεν συμπεριέλαβε την ταινία στο Διαγωνιστικό γιατί ήθελε να την προστατεύσει από τις ενδεχόμενες αρνητικές αντιδράσεις που θα προκαλούσε λόγω δυσκολίας. Τον ευχαριστώ, φυσικά, πολύ για την πρόσκληση, την οποία αποδέχτηκα άλλωστε, αλλά θεωρώ την αντίδρασή του κάπως υπερβολικά μάτσο και “αρσενική” ως προς την ανάγκη προστασίας ενός καλλιτεχνικού έργου μιας γυναίκας δημιουργού.
Γιατί επιλέξατε το βιβλίο «Zama» του Αντόνιο Ντι Μπενεντέτο για την επιστροφή σας στη σκηνοθεσία;
Η ταινία ξεκίνησε από την επιθυμία μου να μεταφέρω την εμπειρία της ανάγνωσης ενός αριστουργήματος της παγκόσμιας λογοτεχνίας, όπως είναι το «Zama» του Αντόνιο Ντι Μπενεντέτο. Οταν έρχεσαι σε επαφή με μια κορυφαία έκφραση του ανθρώπινου πνεύματος, όπως είναι αυτό το βιβλίο, το αποτέλεσμα είναι ένα είδος ασθένειας, μια μέθη και μια δηλητηρίαση από μια συγκεκριμένη αντίληψη του κόσμου και ο μόνος τρόπος για να ξεπεράσεις αυτό το αίσθημα εξαϋλωσης και ιλίγγου είναι να το μετουσιώσεις σε κάτι που να αφορά τη δική σου ζωή και να συνδιαλλαγείς δημιουργικά μαζί του. Το αποτέλεσμα της δικής μου επαφής με το βιβλίο είναι αυτή η ταινία και η φιλοδοξία μου ήταν να παρουσιάσω τη δική μου ερμηνεία γι’ αυτό. Ηθελα να παρουσιάσω τις παγίδες που ελλοχεύουν στην έννοια της ταυτότητας και στις προσδοκίες που έχουμε από αυτό που νομίζουμε πως είμαστε και αξίζουμε. Οταν δεν ικανοποιούνται αισθανόμαστε ένα είδος υπαρξιακής συντριβής, η οποία όμως μπορεί να είναι λυτρωτική γιατί αποκαλύπτει τον πραγματικό εαυτό μας.
Είμαι τεράστια σινεφίλ, βλέπω τα πάντα, αλλά με ελκύουν κυρίως οι ταινίες που αποπνέουν αγάπη, έχουν μια αμφισημία και δε σου προσφέρουν όλες τις λύσεις στο πιάτο. Δεν βρίσκω ομως την έμπνευση για τις δκές μου ταινίες εκεί. Αυτό που μου προκαλεί την επιθυμία να κάνω κινηματογράφο είναι ο ήχος, μια λέξη, μια συνομιλία, ο εσωτερικός ήχος και οι δονήσεις που σου προκαλεί η ανάγνωση ενός βιβλίου. Από εκεί παίρνω τις ιδέες για τις ταινίες μου, δεν έχω οπτικά ερεθίσματα για να δημιουργήσω, οι εικόνες μου είναι η οπτική μετουσίωση των ήχων που θέλω να μεταμορφώσω.
Το «Zama» είναι η πρώτη ταινία εποχής της φιλμογραφίας σας, καθώς και η πρώτη ταινία που δε βασίζεται σε δικό σας πρωτότυπο σενάριο. Πώς προσεγγίσατε τόσο το πρωτογενές υλικό, όσο και την εποχή στην οποία διαδραματίζεται;
Καταρχάς, προσπάθησα να αναπλάσω κατά κάποιο τρόπο τη γλώσσα της εποχής και της συγκεκριμένης περιοχής μεταξύ Αργεντικής και Παραγουάης, γα την οποία έχουμε γραπτές πηγές, αλλά δεν υπάρχουν ηχητικά ντοκουμέντα. Η γλωσσική πρόκληση ήταν να καταστήσω τη διάλεκο εκείνης της εποχής κατανοητή σε όλους όσοι μιλούν ισπανικά, έπρεπε επομένως να δημιουργήσω ουσιαστικά μια γλώσσα από την αρχη. Αποφάσισα για αμιγώς εμπορικούς σκοπούς να καταφύγω στη διεθνοποιημένη εκδοχή των ισπανικών που ακούγονται στις μεξικάνικες σαπουνόπερες και να τη μπολιάσω με τα ισπανικά της Αργεντινής προκειμένου να γεφυρώσω το χάσμα ανάμεσα στις διάφορες διαλέκτους κάθε χώρας της Λατινικής Αμερικής, αλλά και να μείνω πιστή στο πνευμα του βιβλίου. Πέρα όμως από αυτό το γλωσσικό ζήτημα που αφορά κυρίως τους Ισπανόφωνους θεατές και όχι εσάς, πρέπει να προσθέσω δεν προσέγγισα την ταινία μου σαν μια ταινία εποχής με τη συμβατική και ακαδημαϊκή έννοια, αλλά σκέφτηκα το παρελθόν με την ίδια δημιουργική ελευθερία με την οποία σκεφτόμαστε το μέλλον. Αποφάσισα να μην επηρεαστώ από την αισθητική αντίληψη που υπάρχει για το παρελθόν της Λατινικής Αμερικής, όπως αυτή έχει διαμορφωθει κυρίως από το κυρίαρχο αντρικό και φαλλλοκρατικό ιστορικό βλέμμα, αλλά να προσεγγίσω το συγκεκριμένο ιστορικό πλάισιο σαν να ήταν ένα είδος επιστημονικής φαντασίας, όπου τη θέση του μέλλοντος κατέχει το παρελθόν, εξίσου μυστηριώδες και άγνωστο σε μας. Από πολιτική άποψη, το βρήκαν πολύ ενδιαφέρον να εναντιωθώ στην οπτική γωνία των Λευκών αποικιοκρατών και να δώσω μια νέα διάσταση στην Ιστορία.
Παρά τις δημιουργικές πρωτοβουλιές που πήρατε με το παρελθόν, όπως είπατε, η ταινία δίνει την εντύπωση μιας πιστής αναπαράστασης της εποχής.
Είναι όλα τεχνητά. Και η ίδια η Ιστορία ως σύλληψη και αντίληψη είναι μια τεχνητή έννοια. Η ελευθερία που σου δίνει η θεώρηση του παρελθόντος ως ένα είδος επιστημονικής φαντασίας κάνει τελικά πιο συνεπή και πιστή την αναπαράστασή του. Ειδικά ως προς την αναπαράσταση των ιθαγενών ήθελα να απομακρυνθώ όσο το δυνατόν περισσότερο από το αποικιοκρατικό στερεότυπο και να δώσω τη δική μου απαλλαγμένη από στενόμυαλες και απαρχαιωμένες αντιλήψεις οπτική γωνία.
Το καλλιτεχνικό σας όραμα όπως έχει εκδηλωθεί μέσα από τις λιγοστές σας ταινίες είναι αμιγώς προσωπικό και μοναδικό. Σας εκφράζει το σύγχρονο κινηματογραφικό τοπίο; Τι γνώμη έχετε για το σινεμά στις μέρες μας;
Είμαι τεράστια σινεφίλ, βλέπω τα πάντα, αλλά με ελκύουν κυρίως οι ταινίες που αποπνέουν αγάπη, έχουν μια αμφισημία και δε σου προσφέρουν όλες τις λύσεις στο πιάτο. Δεν βρίσκω ομως την έμπνευση για τις δκές μου ταινίες εκεί. Αυτό που μου προκαλεί την επιθυμία να κάνω κινηματογράφο είναι ο ήχος, μια λέξη, μια συνομιλία, ο εσωτερικός ήχος και οι δονήσεις που σου προκαλεί η ανάγνωση ενός βιβλίου. Από εκεί παίρνω τις ιδέες για τις ταινίες μου, δεν έχω οπτικά ερεθίσματα για να δημιουργήσω, οι εικόνες μου είναι η οπτική μετουσίωση των ήχων που θέλω να μεταμορφώσω. Τον ήχο δεν πρέπει να τον εκλάβετε στην προκειμένη περίπτωση με τη στενή έννοια. Δίνω βεβαια μεγάλη σημασία στο soundtrack των ταινιών μου, οι οποίοι συνθετουν μια διάσταση της πραγματικότητας των χαρακτήρων κάθε ταινίας μου, και πάντα συνεργάζομαι με τους ίδιους ηχολήπτες. Για μένα, ωστόσο, ο ήχος είναι κάτι παραπάνω, ένα αφηγηματικό μέσο με το οποίο ο χρόνος αποκτά ένταση και βάθος. Συνήθως οι περισσότεροι σκηνοθέτες προσπαθούν να οπτικοποιήσουν το χρόνο, αλλά για μένα είναι σημαντικότερη η ηχητική διάσταση του, αφού αυτή διαμορφώνει τελικά την αφηγηματικότητα και την αίσθηση της πραγματικότητας. Κινηματογραφικής και μη.
Tags: Λουκρέσια Μαρτέλ, Zama