Συνέντευξη

Δημήτρης Εϊπίδης: «Είμαι ένας παλιός ψιλοαναρχικός»

of 10

Ο Διευθυντής του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης μιλά στο Flix για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του θεσμικού και του ανεξάρτητου σινεμά.

Δημήτρης Εϊπίδης: «Είμαι ένας παλιός ψιλοαναρχικός»

Ο Δημήτρης Εϊπίδης ήταν ο πρώτος αληθινός Προγραμματιστής Φεστιβάλ που είχε ποτέ η Ελλάδα. Η επαγγελματική του ζωή ξεκίνησε στην Αμερική και τον Καναδά. Το 1971 ίδρυσε το Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Μόντρεαλ και παρέμεινε διευθυντής του για 14 χρόνια, ενώ και σήμερα παραμένει σύμβουλός του και διευθυντής του διεθνούς του προγράμματος. Από το 1988 μέχρι σήμερα, είναι στέλεχος του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο ως υπεύθυνος διεθνούς προγράμματος.

Το 1992 και για δεκατρία χρόνια, ήταν ο εμπνευστής και διευθυντής των «Νέων Οριζόντων», του παράλληλου τμήματος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης που δίδαξε σινεμά, εξοικείωσε με τις νέες τάσεις κι άνοιξε τα μάτια σ’ ένα μεγάλο διψασμένο κοινό επί χρόνια. Λίγο αργότερα, το 1999, ίδρυσε το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης – Εικόνες του 21ου Αιώνα, το οποίο συνεχίζει να διευθύνει μέχρι σήμερα. Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια υπήρξε ο διευθυντής προγράμματος του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ισλανδίας στο Ρέικιαβικ.

Ο Δημήτρης Εϊπίδης είναι ο θεσμικός εκπρόσωπος του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Στο πρόσωπό του συγκεντρώνονται και τα καλά και τα στραβά του οργανισμού. Ταυτόχρονα είναι ένας άνθρωπος με εντυπωσιακά νεανικό μυαλό, ενθουσιασμό για τον κινηματογράφο, μια παιδική διάθεση για ανατροπή και μια ζωή με μεγάλη ιστορία! Διαβάστε τι είπε στο Flix σε μια συζήτηση εφ’όλης της ύλης.

Η πρώτη επαφή με τον κινηματογράφο

Ηθελα να σκηνοθετήσω, πάρα πολύ. Το τελευταίο μέρος των σπουδών μου το έκανα στη Σχολή Κινηματογράφου στο Λονδίνο . Πριν από αυτό είχα τελειώσει πανεπιστήμιο στο Σαν Φρανσίσκο (αγγλική λογοτεχνία και αμερικανικό θέατρο) και την Ακαδημία Θεάτρου στη Νέα Υόρκη (σκηνοθεσία θεάτρου). Μετά έχασα το ενδιαφέρον μου για το θέατρο παντελώς. Ηταν η δεκαετία του ’60, κάπου εκεί, που λειτουργούσε το ανεξάρτητο σινεμά, το νέο αμερικάνικο σινεμά, το underground όπως έγινε κοινώς γνωστό. Ηταν μια εντελώς νέα εμπειρία για μένα. Είχα ένα συγκάτοικο που είχε αγοράσει μια Bolex και γυρνούσε ταινίες. Πήγαινε σε προβολές, σε συζητήσεις κι ερχόταν κάθε βράδυ και μου’λεγε εκπληκτικές ιστορίες. Για έναν Ελληνα μικροαστό, ούτε καν μικροαστό, με καταβολές όπως οι περισσότεροί μας, αυτό το πράγμα ήταν μια αποκάλυψη. Αισθάνθηκα ξαφνικά να εντάσσομαι σε κάτι που θεώρησα ότι είναι τόσο επαναστατικό! Οι νέοι γύρω μου έβλεπαν την τέχνη και την κουλτούρα σα μια μορφή επανάστασης. Θεωρούσαμε ότι μέσα από την τέχνη, την εναλλακτική ενημέρωση, τους συγγραφείς,επιθετικά, επαναστατικά, θ’ αλλάξει ο κόσμος. Οτι ένας καινούριος κόσμος θα γεννηθεί.

Η αποκάλυψη του underground

Τότε είχε πει ο Μπράκατζ, «πάρε μια Bolex στο χέρι σου, φτύσε στο φακό και πάτα το κουμπί. Αυτή είναι η εικόνα της Αμερικής που προσεγγίζει την πραγματικότητα, όχι αυτά που σας προσφέρει το Χόλιγουντ, όπου είναι όλα ροζ, πανευτυχή, πανέμορφα.» Και πραγματικά έτσι ήταν, εγώ αυτήν την Αμερική έζησα. Ημουν πάμφτωχος, δούλευα σε ελεϊνές δουλειές, αυτήν την Αμεριρκή ήξερα, αυτά που βλέπουμε στις ταινίες δεν τα είδα ποτέ. Αυτά όλα έφεραν ένα αποτέλεσμα. Το αποτέλεσμα που ξέρω, είμαι εγώ! Δούλεψα πολύ σκληρά για να σπουδάσω. Πιάτα έπλενα. Στο Σαν Φρανσίσκο έχω πλύνει όλα τα πιάτα της πόλης τουλάχιστον δύο φορές. Εχω τα σημάδια στα χέρια μου να το αποδείξω. Κοβόμουν με μαχαίρια, με σπασμένα ποτήρια, δεν έφυγαν ποτέ. Είχα δύσκολη ζωή, οι σπουδές μου λογικά διαρκούσαν τρία χρόνια, εμένα έκαναν εξήμισι, επτά. Συχνά δεν είχα ν’ αγοράσω βιβλία, δεν είχα να πληρώσω δίδακτρα. Φίλοι και γνωστοί με βοηθούσαν. Αυτό είναι πολύ ωραίο με τους Αμερικάνους. Μπορεί να τους προσάψει κανείς τα πάντα, αλλά είναι πολύ γενναιόδωροι και πολύ καλοί φίλοι. Αυτή την επαναστατικότητα έζησα στην Αμερική. Είχα πάντα πρόσβαση σε άλλες φωνές που διέφεραν από το κατεστημένο. Οταν επαναπατρίστηκα και βρέθηκα εδώ, είχα τρελλαθεί, έλεγα, μα πού, δεν υπάρχει αντίθεση; Επρεπε να διαβάζω εφημερίδα και να διαμορφώνω άποψη; Δεν έχω εμπιστοσύνη στα media, είμαι ένας παλιός ψιλοαναρχικός.

Οι Νέοι Ορίζοντες του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: ένα κινηματογραφικό σχολείο

Είναι το μόνο που έχω κάνει επαγγελματικά, αυτό: Οι «Νέοι Ορίζοντες» είχαν πραγματικά έντονη επίδραση τότε. Εχω μια κοινωνική συνείδηση, προς το κοινωνικό περιβάλλον. Εχω αυτές τις ευαισθησίες, τις είχα πάντα. Μ’ ενδιαφέρει ο άνθρωπος, μια ισότιμη ευκαιρία για όλους. Ηθελα αυτό που κάνω να έχει μια κοινωνική αποδοχή και κάποια χρηστικότητα. Δεν είμαι δάσκαλος, δεν μπορώ να διδάξω, δεν μπορώ να έχω οπαδούς, αλλά η δουλειά μου είναι ανθρωποκεντρική. Οι επιλογές μου είναι καθαρές, δε διαπραγματεύομαι τίποτα που διαφέρει από τα πιστεύω μου, ούτε στον κινηματογράφο που επιλέγω και παρουσιάζω στο κοινό. Το κοινό γίνεται μια επέκταση του δικού μου εαυτού – και το κάνω με σοβαρή ευθύνη, αν είναι κάτι που αμφισβητώ θα το δω δυο τρεις φορές, μπορεί να ξενυχτήσω όλη νύχτα αν έχω αμφιβολίες αν πρέπει να το προτείνω στο κοινό. Πιστεύω ότι στη δουλειά που κάνουμε, στον κινηματογράφο, στις τέχνες, προέχει πρώτα απ’ όλα το ήθος και η συνείδηση ότι απευθυνόμαστε στο κοινωνικό περιβάλλον. Εγώ θέλω να βγαίνουν οι θεατές από την αίθουσα με φωτοστέφανο γύρω απ’ το κεφάλι τους. Το εννοώ. Πεφωτισμένοι. Πάντα ήταν η πρόθεσή μου να δουν πράγματα που είναι σημαντικά, για την εξέλιξή μας, για το περιβάλλον μας, την κοινωνία μας, να τα συλλάβουν και να βγουν κερδισμένοι από την εμπειρία. Διαφορετικά η τέχνη γίνεται επιφανειακή, διακοσμητική, δεν έχει ψυχή.

Η αβάν γκαρντ σήμερα

Πάντα υπάρχει αβάν γκαρντ, ίσως λίγο πιο κατοχυρωμένα σήμερα απ’ ό,τι στη δεκαετία του εξήντα ή του εβδομήντα. Απ’ τα παραμύθια της γιαγιάς ακόμα ξεκινούσε μια καθήλωση στους κανόνες. Αυτό επιτρέπεται, αυτό όχι. Αυτό είναι καλή συμπεριφορά, αυτό δεν είναι. Αυτό έχει διαρκέσει πολύ. Ενώ υπάρχει, τώρα, η δυνατότητα της αντίστασης, της έκφρασης, που παλιά δεν υπήρχε καν. Σήμερα οπωσδήποτε η κατάσταση έχει αλλάξει, το κοινό είναι πιο ενημερωμένο, υπάρχει η τηλεόραση, το ίντερνετ, αλλά δε μου αρέσουν οι ρυθμοί της αλλαγής. Εγώ θέλω να δω πράγματα στη διάρκεια της ζωής μου.

Το στίγμα που θέλει να δώσει στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Εγώ διαφωνούσα απόλυτα με την κατεύθυνση που είχε πάρει το Φεστιβάλ επί κυρίας Μουζάκη. Η επιμονή της να προσεγγίζει την αμερικανική εμπειρία μου φάνηκε εντελώς παράδοξη και άχρηστη, γιατί δεν έχουμε καμία σχέση εμείς με την αμερικανική κουλτούρα. Εμείς είμαστε στην Ευρώπη, ούτε καν στην Ευρώπη, είμαστε στο περιθώριό της. Ηταν και τραγικά πολυέξοδο το Φεστιβάλ και χωρίς λόγο, δε νομίζω ότι επηρέασε κανέναν. Εγώ πιστεύω ότι επειδή είμαστε μια μικρή χώρα, με μια μικρή κινηματογραφική βιομηχανία, χρειάζεται να παρουσιάσει κανείς κάτι που να μπορεί ο Ελληνας δημιουργός να ταυτιστεί μ’ αυτό και να κερδίσει από τα μηνύματα που μπορεί να εισπράξει. Κι αυτό είναι ο ανεξάρτητος κινηματογράφος, που για μένα είναι το πιο θετικό, το πιο αισιόδοξο πράγμα που μπορείς να προσφέρεις. Εγώ πιστεύω σ’ αυτόν που θα κάνει τα πάντα για να δημιουργήσει μια ταινία, θα δανειστεί, θα παλαίψει, θα βρει τον τρόπο να πει μια ιστορία κινηματογραφικά. Αυτές οι ταινίες για μένα είναι εκφράσεις αγάπης για τον κόσμο, μια εσωτερική ανάγκη επικοινωνίας με τον άγνωστο θεατή που θα του απαντήσει μέσα σε μια αίθουσα, στο σκοτάδι. Φεύγει η εικόνα σα φως, εντελώς αόριστα, καταλήγει στην οθόνη κι επιστρέφει κατευθείαν στην ψυχή σου. Είναι πολύ όμορφο πράγμα. Δεν έχω κανέναν κυνισμό προς τον κινηματογράφο, παρά τα χρόνια που δουλεύω σ’ αυτόν. Εγώ νομίζω ότι η επανάσταση συνεχίζεται.

Ο λόγος που δέχτηκε ν’ αναλάβει τη θέση του Διευθυντή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης

Εγώ νομίζω, λίγο κυνικά, επειδή είχαν αντιληφθεί ότι το καράβι βουλιάζει, είπαν ας κάνουμε πλοίαρχο τον Εϊπίδη να βουλιάξει κι αυτός, καιρός είναι! (γελά τρανταχτά) Αλλιώς γιατί να το έκαναν, καλοπροαίρετα και να μου παραδώσουν κάτι καταχρεωμένο; Πέρασα αγωνίες, είχα εφιάλτες τη νύχτα, τον πρώτο καιρό ζούσα σε κατάσταση πανικού. Ελεγα, γιατί το κάνω εγώ τώρα αυτό το πράγμα, το χρειάζομαι; Καριέρα δε στήνω, σίγουρα. Τι κάνω; Ηταν όμως μια πρόκληση κι ίσως οι χαμένες ευκαιρίες με ελκύουν. Δεν είχα συνείδηση ότι οικονομικά θα ήταν τόσο δύσκολα τα πράγματα. Αν ήξερα ότι τελείωνε η εποχή των χρυσών αγελάδων της κυρίας Μουζάκη, που είχε ξεπεράσει τα 10 εκατομμύρια ο προϋπολογισμός του Φεστιβάλ και όταν έφυγε άφησε κι εξήμισι εκατομμύρια χρέος, διορίστηκα κι είχα καταιγισμό από τηλεφωνήματα από συνεργάτες απλήρωτους, αν τα ήξερα αυτά εγκαίρως, δεν ξέρω πώς θα είχα αντιδράσει.

Οι μειώσεις στον προϋπολογισμό του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης

Τον προϋπολογισμό τον κατεβάσαμε, περιορίσαμε τα πάντα, κατεβάσαμε καθετί περιττό. Ψάξαμε και βρήκαμε χρήματα από το εξωτερικό, γιατί εδώ δεν υπάρχει τίποτα. Είχαμε το Media, πήραμε ΕΣΠΑ και για τα δύο Φεστιβάλ, για το ντοκιμαντέρ για τέσσερα χρόνια και για το μεγάλο Φεστιβάλ για τρία, άρα γι’ αυτό το διάστημα τα Φεστιβάλ είναι εξασφαλισμένα. Μειώσαμε και τα έξοδα φιλοξενίας και των δημοσιογράφων και του προσωπικού. Παλιά φιλοξενούνταν ακόμα κι όλα τα σωματεία, για παράδειγμα στο Ντοκιμαντέρ φιλοξενούνταν το σωματείο ηθοποιών. Τι ηθοποιοί στο ντοκιμαντέρ; Εχουν περιοριστεί πολύ τα έξοδα, τα έχουμε μαζέψει στο απειροελάχιστο. Ναι, πιστεύω ότι αν δεν προσφερόταν φιλοξενία στον Τύπο, οι δημοσιογράφοι δε θα έρχονταν εξίσου. Θέλει κανείς να προσελκύσει το ενδιαφέρον, να δυναμώσει το Φεστιβάλ. Εγώ δεν το κάνω για να τους βλέπω, ούτε για να δημιουργούμε συνωστισμό στην πόλη. Αλλά δε δέχομαι να γίνονται περιττά έξοδα όταν πρόκειται στο κοντινό μέλλον να απολυθούν άνθρωποι. Είχαμε προϋπολογισμό σχεδόν ίσο με το Φεστιβάλ Βενετίας. Αυτό είναι πραγματικά αδιανόητο. Πάνε τα παλιά. Δεν είμαι τσιγκούνης στη φύση μου, αλλά έχω γίνει ο Σκρουτζ.

Η συνεργασία με τον Πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου του Φ.Κ.Θ., Γιάννη Μπουτάρη, Δήμαρχο Θεσσαλονίκης

Εγώ συμπαθώ πάρα πολύ τον Μπουτάρη, τον εκτιμώ, είναι ένας άνθρωπος με διαύγεια, οξυδέρκεια, θετικός. Κι έχει αγκαλιάσει το Φεστιβάλ, όχι πρακτικά βέβαια γιατί κι αυτοί δεν έχουν δεκάρα, αλλά με την καλή θέληση, διαθέτει το χρόνο του, το έχει υιοθετήσει κι εγώ χαίρομαι γιατί επιτέλους υπάρχει ένα Διοικητικό Συμβούλιο που μπορεί να παίξει σωστά το ρόλο του. Στο παρελθόν κάθονταν εδώ πέρα, βρίσκονταν μια φορά την εβδομάδα, βουτούσαν τα μπισκοτάκια τους στο τσάι τους, εισέπρατταν και το φάκελό τους, πληρωμένα ξενοδοχεία τεσσάρων αστέρων, ό,τι ήθελαν και συμφωνούσαν στα πάντα χωρίς αντίρρηση.

Πώς το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης θα αντιμετωπίσει την οικονομική ανέχεια της χώρας

Επειδή έχω δουλέψει πολύ εκτός Ελλάδας, υπάρχει έντονο το αίσθημα της ευθύνης εκεί. Δεν μπορείς να υπερβείς κατά ένα σεντ αυτά που έχουν οριστεί ότι θα ξοδευτούν, δεν έχεις τέτοιο δικαίωμα. Αν γίνονταν εκεί αυτά που γίνονται εδώ, κάποιος θα ήταν ήδη στα κάτεργα. Η κατάχρηση δημόσιου χρήματος, χωρίς κανένα λόγο, για να εκπληρώσει απλώς κάποιος τις φιλοδοξίες του, δεν είναι ανεκτό, αλλά συμβαίνει κατά κόρον. Είχαμε παλιότερα αεροπορικά εισιτήρια πάνω από τέσσερις χιλιάδες ευρώ. Τι στο διάολο, αγοράσανε το αεροπλάνο; Πληρώνουμε τώρα τις συνέπεις, κι εμείς κι όλη η Ελλάδα που λειτουργούσε έτσι. Οσο διαρκέσω στο Φεστιβάλ, δεν ξέρω πόσο θα είναι, δε θα δείτε τέτοια πράγματα, ούτε αστέρες Χολιγουντιανούς. Οι αστέρες στο δικό μου Φεστιβάλ είναι οι ταινίες.

Το πρόγραμμα και οι δράσεις του 52ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Φέτος το πρόγραμμα είναι απολύτως ανεξάρτητο, νέος κινηματογράφος, σφρυγηλός, όμορφος, ελκυστικός, σέξι, όλα αυτά. Εμπορικός κινηματογράφος δε χρειάζεται, τα φέρνουν οι διανομείς, κάνουν τη δουλειά τους, εγώ κάνω άλλη. Στο Φεστιβάλ φροντίζουμε για την καριέρα μιας ταινίας και ιδιαίτερα μιας ελληνικής ταινίας, με την Αγορά, που είναι ένα διαμάντι – οι άνθρωποι που τη στήνουν δουλεύουν σαν τρελλοί. Ψηφιοποιήσαμε, με τη βοήθεια του Media, όλες τις ταινίες, όπως στα καλύτερα Φεστιβάλ στην Ευρώπη. Κάνουμε προβολές streaming, προβολές στην επαρχία, προβολές ντοκιμαντέρ στις φυλακές, θα κάνουμε εκεί και ομιλίες, έχω μιλήσει με πολλούς Ελληνες δημιουργούς για να δώσουν στους κρατούμενους σεμινάρια, είναι όλοι παραπάνω από πρόθυμοι. Μπορείς να κάνεις πολύ ωραία πράγματα, χωρίς μεγάλα κόστη. Αυτά έχουν σημασία.

Η θέση του ελληνικού κινηματογράφου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης

Επικρατεί μία κατηγορία για μένα, ότι είμαι ανθέλληνας, ότι δε στηρίζω το ελληνικό σινεμά... Αυτό είχε ξεκινήσει πριν από μερικά χρόνια, που ήθελαν να παίζονται όλες οι ελληνικές ταινίες στο Φεστιβάλ. Ελεγα, δε γίνεται αυτό, θα πρέπει να διαρκεί το Φεστιβάλ τρεις μήνες τότε. Και πού να παίζονται; Επειτα πρέπει να σέβεσαι και το θεατή, έρχονταν κι ελληνικές ταινίες, έρχονταν και βαφτήσια, γάμοι, τα γυρνούσαν, τα έφερναν, ταινία έγινε σου έλεγαν! Δεν είναι δυνατόν αυτό, πρέπει να σεβαστούμε και το ρόλο του Φεστιβάλ και την αξιοπρέπειά του και το στίγμα που θέλει να δώσει. Επιπλέον το Φεστιβάλ είναι διεθνές και είμαι επίμονος να το διατηρήσω έτσι, με αυτές τις προδιαγραφές. Δε σημαίνει ότι εγώ δε θέλω να υποστηρίξω το ελληνικό σινεμά, το κάνω στο Τορόντο κάθε χρόνο, παρουσιάζω ή μία ή δύο ελληνικές ταινίες οπωσδήποτε στο πρόγραμμα. Κανείς δε με υποχρεώνει, το θεωρώ καθήκον μου, είμαι Ελληνας. Αλλά μη μου πεις να θυσιάσω το Φεστιβάλ, αυτό σε ποιον θα κάνει καλό, αν χαθεί η αξιοπιστία του; Ενα Φεστιβάλ που διήρκεσε πέντε δεκαετίες, ε, δε θα το σκοτώσω εγώ, δε γίνεται! Είμαι αμείλικτος, αυτή είναι η δουλειά μου. Εγώ δεν κάνω ταινίες, ούτε γράφω ποιήματα, ούτε μουσική, τίποτα. Αυτό κάνω και το κάνω δεκαετίες.

Ο Γιώργος Λάνθιμος και ο Φίλιππος Τσίτος

Τον Λάνθιμο για παράδειγμα, που είναι ο σημαιοφόρος μας στο εξωτερικό. Πήρα την «Κινέττα» στο Τορόντο, που είναι και δύσκολη δουλειά και είναι κι ένα συντηρητικό Φεστιβάλ, αμερικανικό, γίγας. Τον πίστεψα, με γοήτευσε η δουλειά του, θεώρησα ότι είχε κάτι να πει. Ηταν η πρώτη φορά που πήγαινε σε διεθνές φεστιβάλ ο Λάνθιμος. Την είδαν την ταινία φεστιβάλ απ’ όλον τον κόσμο, ενθουσιάστηκαν, ήταν η αρχή. Το ίδιο έγινε και με τον «Κυνόδοντα» και τις «Αλπεις». Μακάρι να είχα κάθε χρόνο μια καταπληκτική ταινία να δείχνω. Το ίδο και με την τελευταία ταινία του Τσίτου, τον «Αδικο Κόσμο», πολύ πολύ καλή. Χάρηκα απίστευτα. Δεν μπορεί κανείς να μου προσάψει ότι δεν αγαπώ τον ελληνικό κινηματογράφο. Αγαπώ τον καλό κινηματογράφο. Δε με νοιάζουν τα σημαιάκια, δε με αφορούν, δεν είναι ο ρόλος μου, ένας εθνικισμός μέσα από το σινεμά του τόπου. Μ’ενδιαφέρει ο καλός κινηματογράφος. Κι όταν το πετυχαίνουμε είμαι πανευτυχής και το προωθώ όσο μπορώ.

Ο νέος ελληνικός κινηματογράφος

Εχει βγει μια νέα γενιά σκηνοθετών, νέα παιδιά, που δεν τους ξέραμε, εγώ δεν τους ήξερα. Και λίγο λίγο βλέπω πράγματα που κάνουν που είναι σημαντικά. Υπάρχει το στοιχείο της έρευνας, της αναζήτησης. Δεν είναι καθηλωμένοι στους κανόνες. Δε βγήκε κανείς να αντιγράψει τον Νίκο Παναγιωτόπουλο, ή τον Σταμπουλόπουλο, ή δεν ξέρω ποιον. Ψάχνουν οι ίδιοι να βρουν τους κώδικές τους, τον τρόπο επικοινωνίας τους. Αυτό για μένα είναι ήδη η αρχή της αλλαγής. Φέτος, στα πλαίσια του Φεστιβάλ, οργανώνω μια συζήτηση μεταξύ ενός Ρουμάνου, ειδικού για το ρουμανικό σινεμά, ενός Ισραηλινού κι ενός Ελληνα, σ’ ένα πάνελ όπου θα συζητήσουν για τους νέους εθνικούς κινηματογράφους όπως διαμορφώνονται στην περιοχή μας. Πολλοί στο εξωτερικό πιστεύουν τώρα ότι κάτι γίνεται με το σινεμά στην Ελλάδα κι ότι ίσως είμαστε η επόμενη χώρα που θα ανθίσει. Εγώ θέλω αυτό να το τονίσω, κάνω αυτήν την κουβέντα προς όφελος των Ελλήνων σκηνοθετών κυρίως, για να το συνειδητοποιήσουν, να ενεργοποιηθούν. Είναι δύσκολος ο αγώνας αλλά εγώ πιστεύω στη δυναμική που έχει η νέα γενιά. Είναι η κατάλληλη στιγμή. Μην το αφήσουμε να μας φύγει.

Η φωτογραφία στο gallery δείχνει τον Δημήτρη Εϊπίδη, στο κέντρο, στο «κρεβάτι για την ειρήνη» του Τζον Λένον και της Γιόκο Ονο στο Μόντρεαλ.