Στην τελευταία της ταινία, το «The Substance: Το Ελιξίριο της Νιότης», η Γαλλίδα σκηνοθέτης συνεχίζει αυτό που ξεκίνησε το 2017 με το «Revenge»: να εκθειάζει το κινηματογραφικό genre, ν' αφηγείται μια δυνατή ιστορία, να υπερασπίζεται με... αίμα, αλλά κι ένα υπερβατικό χιούμορ, τη γυναικεία ενδυνάμωση. Μόνο πολύ παραπάνω. Το «The Substance» απογειώνει το body horror, επικρίνει την προκατάληψη κατά της ώριμης ηλικίας στις γυναίκες, ταυτόχρονα το star system που πετά στα σκουπίδια όποια παραδίδει τη νιότη της στο χρόνο και, μαζί, είναι μια έξαλλη μαύρη κωμωδία που πνίγει τα στερεότυπα σ' ένα λουτρό αίματος που ξεπερνά ακόμα κι αυτό της «Carrie».
Ηρωίδα της ταινίας είναι η Ελίζαμπεθ Σπαρκλ, μια κάποτε βραβευμένη ηθοποιό, με αστέρι στο Hollywood Boulevard, που τώρα είναι η γυμνάστρια ενός πρωινού τηλεοπτικού σόου. Οταν απολυθεί από τον χυδαίο διευθυντή του καναλιού - που φέρει όχι τυχαία το όνομα Χάρβεϊ - γιατί, απλώς, έφτασε στα πενήντα, θα ανακαλύψει μια μυστηριώδη ουσία που υπόσχεται να βγάλει από μέσα της τον καλύτερο εαυτό της. Κυριολεκτικά. Η Ελίζαμπεθ θα πει το ναι και ένας νεότερος, ομορφότερος, πιο σφριγηλός κλώνος του εαυτού της, η Σου, θα βγει από το σώμα της. Ομως υπάρχει ένας απαράβατος όρος προκειμένου η ουσία να λειτουργήσει: Η Ελίζαμπεθ κι ο κλώνος της θα εναλλάσσονται κάθε εφτά ημέρες. Οσο η μια ζει τη ζωή της, η άλλη θα βρίσκεται σε ένα είδος κώματος, ανακτώντας δυνάμεις. Αν αυτή η ισορροπία ανατραπεί, θα υπάρξουν συνέπειες. Τις οποίες φυσικά σύντομα οι δυο γυναίκες θα ανακαλύψουν, αφού η Σου μεθυσμένη από την νιότη και την διασημότητα που θα αποκτήσει, θα αρχίσει σιγά σιγά να κλέβει τον χρόνο της Ελίζαμπεθ.
Κι αυτή, την εντελώς γαλλική ταινία, που τιμήθηκε με το Βραβείο Σεναρίου στις Κάννες, η Φαρζά τη στελεχώνει με μια Ντέμι Μουρ πιο θαρραλέα παρά ποτέ και, στον αντίποδά της, ή στον καθρέφτη της, μια Μάργκαρετ Κουόλεϊ λιγουρευτή σαν καραμέλα με δηλητήριο στο κέντρο της.
Λίγο πριν το «The Substance: Το Ελιξίριο της Νιότης» βγει στις αίθουσες, την Πέμπτη, 31 Οκτωβρίου, από τη Feelgood, μετά και το ελληνικό ντεμπούτο του στις Νύχτες Πρεμιέρας, η Κοραλί Φαρζά είπε, στην κυριολεξία, δυο περιεκτικά λόγια στο Flix, με πάθος και χωρίς ίχνος φόβου.
Σας γνωρίσαμε το 2017, πριν επτά περίπου χρόνια, με το «Revenge». Ηταν πιο εύκολο σήμερα, απ' ό,τι τότε, να κάνετε μια πολιτική, ανοιχτά φεμινιστική ταινία;
Νομίζω ότι είναι εξίσου δύσκολο όπως τότε. Πρέπει να αγωνιστείς για να φέρεις αυτά τα θέματα στην οθόνη, και όταν το κάνεις, ο κόσμος αντιδρά έντονα, ενδιαφέρεται να μιλήσει γι' αυτά. Αλλά η υλοποίησή τους δεν είναι η πιο εύκολη: μια τέτοια ταινία παραμένει μια ανατρεπτική δήλωση που δεν υπόσχεται μεγάλες πωλήσεις, αλλά, επίσης, αυτές οι ταινίες εξακολουθούν να προκαλούν μια πόλωση στο κοινό και στους σχολιαστές τους. Δημιουργούν πολύ έντονες αντιδράσεις κι αυτό ακριβώς θέλω να προκαλώ με τις ταινίες μου. Παρ’ όλα αυτά, η κάθε ταινία κι ο απόηχός της μου δίνει δύναμη να συνεχίσω. Μετά το «Revenge» ένιωσα πιο δυνατή ως σκηνοθέτης και έτοιμη να εξελίξω αυτά τα θέματα με πιο βαθύ τρόπο. Η εμπειρία του «Revenge» με έκανε να συνειδητοποιήσω τον εαυτό μου κι έτσι, για το «Ελιξίριο της Νιότης», ήμουν πιο δυνατή. Εκανα την ταινία με ειλικρίνεια και επιμονή στις πεποιθήσεις μου, χωρίς συμβιβασμούς.
Επιλέξατε για πρωταγωνίστριά σας την Ντεμί Μουρ. Ποιες ήταν οι πηγές έμπνευσης για εσάς και για εκείνη; Διευκόλυνε ή δυσκόλεψε την υλοποίηση της ταινίας η δική της διασημότητα;
Για μένα ήταν εξαιρετικά σημαντικό να είμαι ξεκάθαρη, γιατί ήξερα ότι επρόκειτο να κάνουμε μια ανεξάρτητη ταινία. Η κλίμακα και οι φιλοδοξίες της ταινίας ήταν μεγάλες, αλλά η δημιουργία της έγινε με ανεξάρτητο πνεύμα, στη Γαλλία. Ηξερα ότι, για να τα καταφέρουμε, όλοι έπρεπε να συμφωνήσουμε με τον ανεξάρτητο χαρακτήρα της παραγωγής. Αυτό το συζήτησα από την αρχή με την Ντεμί, εξηγώντας της με σαφήνεια ότι δεν θα είχαμε τη στήριξη της «χολιγουντιανής μηχανής». Εκείνη το κατάλαβε και συμφώνησε να συμμορφωθεί με αυτούς τους κανόνες, κάτι που έκανε την όλη διαδικασία πολύ πιο εύκολη. Δεν υπήρχαν επιβαρυντικά στοιχεία στο γύρισμα, δεν υπήρχε το star system ή όλες αυτές οι αποσπάσεις, που θα τραβούσαν την προσοχή μας μακριά από τη διαδικασία της δημιουργίας. Συνεργαστήκαμε με απόλυτη συγκέντρωση στην ταινία, αντιμετωπίζοντας από κοινού κάθε πρόκληση και συζητώντας ανοιχτά ό,τι προέκυπτε. Είχαμε μιαι δυνατή σχέση σκηνοθέτη-ηθοποιού που, αν και με τις δυσκολίες της, ήταν πάντα προσηλωμένη στο να υπηρετήσουμε το όραμα της ταινίας.