Ονόμασε την ταινία της «Ρενουάρ» γιατί - ακόμη κι αν είναι πολύ σεμνή για να το παραδεχτεί - σκηνοθετεί ιμπρεσιονιστικά, εδώ, ένα (αυτοβιογραφικό) κομμάτι της ζωής της, ένα καλοκαίρι που στιγματίστηκε από την ασθένεια του πατέρα της και από στιγμές ικανές να σου κλέψουν για πάντα την αθωότητά σου - ειδικά όταν νιώθεις πλέον έτοιμη για να βγεις για τη μεγάλη σου βόλτα στο κόσμο.
Με κοινό παρανομαστή το θάνατο, όπως και στην προηγούμενη ταινία της, το εξαιρετικό «Πλάνο 75», η Τσι Χαγιακάουα ακολουθεί ένα μικρό κορίτσι στα χρόνια της δεκαετίας του '80, σε μια ταινία που συντίθεται και αποσυντίθεται, ακριβώς όπως γεννήθηκε και χτίστηκε, με οδηγό το συναίσθημα και όχι τη λογική. Στο Flix, η δημιουργός του «Ρενουάρ» μίλησε από τις Κάννες όπου η ταινία εκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της για τις μνήμες, τις αναφορές και την παιδική φαντασία που πατάει πριν απ' όλα στη Γη.
Μια ιστορία για ένα κορίτσι στην Ιαπωνία της δεκαετίας του '80 και το όνομα ενός σπουδαίου Γάλλου ζωγράφου της αλλαγής του προηγούμενου αιώνα. Μου άρεσε αυτή η απόσταση και ήταν στο μυαλό μου από την αρχή. Στη συνέχεια βέβαια και καθώς η ταινία έπαιρνε μορφή, αντιλήφθηκα πως ο ιμπρεσιονισμός υπήρχε διάχυτος παντού. Οχι μόνο στις βινιέτες από τις οποίες αποτελείται η ταινία, αλλά και στο ίδιο το φως που επιλέξαμε να χρησιμοποιήσουμε, την αίσθηση αυτή ενός καλοκαιριού που περνά και αφήνει πίσω του μικρά και μεγάλα σημάδια.
Ας θεωρήσουμε, αν και δεν έγινε συνειδητά, πως αυτή είναι η δεύτερη ταινία μιας τριλογίας. Στο «Πλάνο 75» μιλούσα κι εκεί για το θάνατο. Από την πλευρά κάποιου που πεθαίνει. Εδώ μιλάω για το θάνατο από την πλευρά αυτού που μένει πίσω. Είναι και αυτή μια διαχείριση του πένθους. Τελικά ναι ίσως υπάρξει και μια τρίτη ταινία.
Μέχρι τελευταία στιγμή δεν ήξερα τι ταινία έχω στα χέρια μου. Ξεκίνησα να γράφω και να ετοιμάζω τις σκηνές, χωρίς να έχω εικόνα πως θα ήταν η ταινία στο τέλος. Ηθελα να μην περιοριστώ από μια πάρα πολύ συγκεκριμένη κατασκευή, αλλά να κινηθώ ελεύθερα με οδηγό το συναίσθημα. Πολλές φορές έχανα την εμπιστοσύνη μου, άλλες ένιωθα πως το υλικό είναι πολύ καλό. Αλλά δεν υπήρχαν ενδείξεις για το πώς θα έμοιασε στο τέλος. Δουλεύοντας με υπομονή και φροντίδα, ανακαλύψαμε πως μέσα σε όλο αυτό το ψηφιδωτό κρύβεται μια πολύ δυνατή ταινία. Και αυτό ήταν το κίνητρο για την τελική της μορφή.
Δεν ήθελα να σχολιάσω μια εποχή, πιο πολύ να μεταφέρω το συναίσθημα του να ζεις εκεί. Η ταινία δεν είναι αυτοβιογραφική, τα περισσότερα από τα επεισόδια που ζει η μικρή Φούκι κατά τη διάρκεια αυτού του καλοκαιριού είναι φανταστικά. Τα αισθήματά της όμως είναι δικά μου. Ανακάλεσα πως ένιωθα όταν ήμουν στην ηλικία της.»
H επιλογή του κοριτσιού που θα υποδυόταν τη Φούκι ήταν καθοριστική για την ταινία. Είχαμε οργανώσει μια μεγάλη οντισιόν για να δούμε πολλά παιδιά και να διαλέξουμε ανάμεσά τους. Η Γιούι Σουζούκι ήταν αυτή που ήρθε πρώτη. Ημουν σχεδόν σίγουρη πως αυτή ήταν η Φούκι, αλλά ένιωθα ότι ήθελα να δω περισσότερα κορίτσια πριν αποφασίσω. Ετσι συνέχισα με την οντισιόν, αλλά η Γιούι ήταν πάντα στο μυαλό μου. Και λίγο καιρό αργότερα πήρα την απόφαση.
Η μικρή Γιούι διάβασε μόνο μια φορά το σενάριο. Στη συνέχεια έκανε μάλλον αυτό που ήθελε. Τελείως φυσικά. Χωρίς καθοδήγηση. Μου άρεσε πολύ το δυνατό, διαπεραστικό της βλέμμα. Και ο τρόπος με τον οποίο δημιουργούσε γύρω της έναν ολόκληρη διαφορετικό κόσμο από τον δικό μας. Ηταν πολύ δημιουργική, αλλά και με τα πόδια της στη Γη. Της έθετα την κατάσταση και αυτή έπαιρνε έμπνευση από μένα για να δώσει ζωή στη Φούκι. Δεν χρειάστηκε να της εξηγήσω πράγματα ή τι εκφράσεις να κάνει. Νομίζω πως τελικά βασίστηκα πάνω της σαν να είχα μπροστά μου μια ολοκληρωμένη καλλιτέχνη.
Οι κινηματογραφικέ αναφορές μου ήταν ταινίες με παιδιά. Το «Moving» του Σίνζι Σομάι, το «Πνεύμα του Μελισσιού» του Βίκτορ Ερίθε. Αυτό μάλιστα το έδωσα στη μικρή Γιούι Σουζούκι να το δει πριν ξεκινήσουμε να δουλεύουμε πάνω στην ταινία. Τα «400 Χτυπήματα» του Φρανσουά Τριφό. Είναι φανερή η αναφορά στον Χιροκάζου Κόρε-έντα σε όλο το σινεμά μου, όχι μόνο εδώ, αλλά ειδικά για αυτήν την ταινία και το αισθητικό της κομμάτι νομίζω πως πιο πολύ αναφερθήκαμε στο «Moving», το «Πνεύμα του Μελισσιού» και το «Yi Yi» του Εντουαρντ Γιανγκ.
Η ταινία συναρμολογήθηκε πάνω σε κομμάτια. Εικόνες και συναισθήματα από την παιδική μου ηλικία. Ο θάνατος του πατέρα μου όταν ήμουν ακόμη παιδί με στιγμάτισε με τρόπους που τώρα καταλαβαίνω περισσότερο. Στην ταινία προσπαθώ να κοιτάξω πίσω με ένα είδος κατανόησης. Προσπάθειας για κατανόησης, δηλαδή, πραγμάτων που ένιωθα αλλά δεν είναι εύκολο να αποκωδικοποιήσεις. Η ενοχή, η μοναξιά, ένας περίεργος εγωισμός, όλα καθρεφτίζονται με κάποιον τρόπο στην ταινία, σε μια προσπάθεια συγχώρεσης.
Δεν ήθελα να σχολιάσω μια εποχή, πιο πολύ να μεταφέρω το συναίσθημα του να ζεις εκεί. Η ταινία δεν είναι αυτοβιογραφική, τα περισσότερα από τα επεισόδια που ζει η μικρή Φούκι κατά τη διάρκεια αυτού του καλοκαιριού είναι φανταστικά. Τα αισθήματά της όμως είναι δικά μου. Ανακάλεσα πως ένιωθα όταν ήμουν στην ηλικία της. Το σχόλιο πάνω σε μια Ιαπωνία που πίστεψε στο τεχνολογικό όνειρο πριν περάσει σε μια βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση πηγάζει από τις μνήμες μου καθώς μεγάλωνα.
