Άποψη

Από τα αρχεία | Η Ροζίτα Σώκου γράφει την αλήθεια για τον Τάκη Κανελλόπουλο

of 10

Για κάθε μια μέρα του Αυγούστου, διαβάζουμε «επίκαιρα» κείμενα από το παρελθόν του ελληνικού σινεμά.

Από τα αρχεία | Η Ροζίτα Σώκου γράφει την αλήθεια για τον Τάκη Κανελλόπουλο
Ο Τάκης Κανελλόπουλος στην 1η Εβδομάδα Ελληνικού Κινηματογράφου στη Θεσσαλονίκη, το 1960

Ζούσα στην Ιταλία όταν έγινε η μεγάλη αποκάλυψη. Στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου μία ήταν η σίγουρη υποψηφιότητα, το ντοκιμαντέρ για την Έκθεση του Ρούσσου Κούνδουρου, χρηματοδοτημένο από τη ΔΕΘ και με μουσική Γιάννη Ξενάκη, ξαφνικά, εκεί στο τέλος, έπεσε σαν βόμβα το 12λεπτο ντοκιμαντέρ του Τάκη Κανελλόπουλου «Έθιμα Γάμου» στη Δυτική Μακεδονία. Ντοκιμαντέρ τουλάχιστον χαρακτηρίστηκε. Στην πραγματικότητα, ήταν ένα μικρό ποίημα, απλό, λιγόλογο, μαυρόασπρο γαι μαγευτικό' χωρίς εκείνους τους λυρισμούς και τα ρομαντικά στοιχεία που συνδέονται στο μυαλό του Έλληνα με τη λέξη «ποίηση». Ήταν αυθεντική ποίηση. Η ποίηση του Αισχύλου.

Φαίνεται πως έγινε o χαμός. Την άλλη μέρα, στα «Νέα», ο Κώστας Σταματίου έβαζε τρίστηλο τίτλο «Εγεννήθη ημίν σκηνοθέτης». Κι ο Κούνδουρος έγινε δηλητήριο. Η μεγάλη είδηση έφτασε στ' αφτιά της Ελένης Βλάχου, η οποία σκέφτηκε αμέσως να τον αναλάβει, μην ξέροντας τι είδους «σκηνοθέτης» ήταν o ώς τότε άγνωστος σε όλους νεαρός. Τον έφερε στην Αθήνα, όπου είχα μόλις επιστρέψει, προσπάθησε να τον πείσει να γυρίσει ένα δεύτερο ντοκιμαντέρ για τα μικρόσωμα άλογα της Σκύρου, κι ύστερα από μια συζήτηση που δεν κατέληξε πουθενά, αλλά κατά την οποία ο Τάκης δεν την απογοήτευσε οριστικά, με είδε να βγαίνω από το ασανσέρ, με φώναξε και μου τον παρέδωσε: «Κάνε ό,τι μπορείς για τον Τάκη είναι το μεγάλο μας ταλέντο».

Μακεδονικός Γάμος Σκηνή από το «Μακεδονικό Γάμο» του 1960

Όλοι κάναμε ό,τι μπορούσαμε, αλλά εκείνος, πολλές φορές, μας τα χάλαγε. Ίσως να 'φταιξε και κάτι άλλο: ήξερε ότι δεν είχε τις απαιτούμενες γνώσεις (πώς γράφεται ένα σενάριο, πώς γυριζεται ταινία, όλη την εγκυκλοπαιδική μόρφωση που του έλειπε...), αλλά και τον τρόμαξε το αναμφισβήτητο γεγονός πως, ύστερα από μια τέτοια εντυπωσιακή αρχή, κανένας δεν επρόκειτο να δείξει υπομονή και κατανόηση - όλοι περίμεναν το αριστούργημα.

Κάθε μέρα, στα γραφεία της «Ανζερβός», με τη συμπαράσταση πάντα της Βασιλείας Δρακάκη που είχε αναλάβει την παραγωγή της επόμενης ταινίας του, έβλεπε, ξανά και ξανά, ρωσικές ταινίες και, κυρίως, τον Πατέρα του Στρατιώτη.

Η ανησυχία και o εκνευρισμός του οφειλονταν και στο γεγονός ότι η δεύτερη ταινία του μικρού μήκους, η «Θάσος», που τη θεωρούσε άκρως «ερωτική» (υπήρχε, μάλιστα, μια σκηνή για την οποία καμάρωνε πολύ: εκεί όπου η κάμερα πάει μπρος-πίσω με στόχο τον κορμό ενός δέντρου, σαν να κάνει έρωτα σ' αυτόν, όπως μας εξηγούσε), δεν είχε την επιτυχία του «Μακεδονικού Γάμου», ούτε είχε προκαλέσει ιδιαίτερο ενθουσιασμό στους φίλους του.

Απ' τα χαράματα, λοιπόν, ως το απόγευμα, έβλεπε τον «Πατέρα του Στρατιώτη» και, με την ιστορία του «Ουρανού» ήδη στο νου του, έλεγε και ξανάλεγε τις σκηνές, παρατηρώντας την εντύπωση που μου έκαναν: «κι η γριά αποστρέφει το βλέμμα, κοιτάζει τον ορίζοντα και λέει: "Πουλί μου... πουλί μου!”»

Βέβαια, δεν έλειψαν και τα παρατράγουδα όταν άρχισε πια το γύρισμα. Οι ηθοποιοί δεν είχαν μάθει να παίζουν χωρίς να ξέρουν το ρόλο από πριν, χωρίς να υπάρχει καν σενάριο να διαβάσουν. Ο Τάκης, όμως, ακολουθούσε έναν εσωτερικό οδηγό του και επιδίωκε, κυρίως, την αγνότητα. Κάπου υπάρχει ένα φιλί στον «Ουρανό». Αμέτρητες φορές γυρίστηκε η σκηνή για να αφαιρεθεί ό,τι σαρκικό θα μπορούσε να καραδοκεί στο άγγιγμα δύο νέων που αγαπιούνται. Για να τελειώσει η ταινία, η Βασιλεία Δρακάκη αναγκάστηκε να βρει χρήματα έναντι ενός ξενοδοχείου που δεν είχε ακόμα δικαίωμα να τ' αγγιξει, και θυμάμαι πως πήγα μάρτυρας για να βεβαιώσω πως τα χρήματα θα πήγαιναν για άξιο σκοπό.

Κόντευε το μοιραίο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, και η Επιτροπή, με επικεφαλής τον Σπύρο Μελά, έβλεπε τις ταινίες. Είδα τον Μελά στην έξοδο του «Ουρανού» και, σίγουρη πως ήταν κι αυτός απόλυτα ικανοποιημένος, τον ρώτησα: «Mα δεν ήταν θαύμα;». Ύστερα γύριζε κι έλεγε πως προσπάθησα να τον επηρεάσω. Όσο για τον ελληνικό κινηματογράφο, τον αγνοούσε εντελώς και συνήθιζε να λέει κάτι που επανέλαβε και από τη σκηνή της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών' ότι, δηλαδή, «o κινηματογράφος είναι το θέατρο των αγραμμάτων»... Επανέλαβα έξαλλη αυτή τη γνώμη στα γραφεία του «Γαλαξία», η οποία, όμως, βρήκε απόλυτα σύμφωνο τον Αντώνη Βουσβούνη. Οι συνέπειες αυτής της νοοτροπίας δεν άργησαν να φανούν.

Ουρανός Στα γυρίσματα του «Ουρανού» (ο Τάκης Κανελλόπουλος τρίτος από αριστερά)

Εκείνη τη χρονιά, στο Φεστιβάλ παρουσιαζόταν, μεταξύ άλλων, και η «Ηλέκτρα» του Κακογιάννη, και στο γραφείο μου είχε έρθει ο Νίκος Νικολαΐδης με το «Lacrimae Rerum». Είπα στον Νίκο πως, αν ήθελε το καλό του, δεν έπρεπε να του γράψω τίποτα. Με βεβαίωσε πως αδιαφορούσε για την εχθρότητα που μπορεί να ξεσήκωνε εναντίον του η ανάμιξή μου, εγώ έγραψα άρθρο στην «Καθημερινή» κι εκείνος το ανατύπωσε. (Από τα θεωρεία του Θεάτρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών φαινόταν, στην άδεια ακόμα αίθουσα, το άσπρο φυλλαδιάκι που είχε ακουμπήσει ο Νίκος πάνω σε κάθε κόκκινη, βελούδινη πολυθρόνα — κακό, γιατί τότε απαγορεύονταν ρητώς τα διαφημιστικά.)

Έγινε μια δήθεν ψηφοφορία και ορίστηκε πως την Πέμπτη θα προβάλλονταν: πρώτα η μικρή ταινία του Νικολαΐδη κι ύστερα ο «Ουρανός». Δεν ανέβηκα στη Θεσσαλονίκη. Ανέβηκε, όμως, η Ελένη Βλάχου, «για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους», όπως είπε. Και πράγματι, φρόντισε να μην πάρει ο «Ουρανός» παρά μόνον το βραβείο φωτογραφίας. Ήταν μια πολύ πειστική γυναίκα. Και εύγλωττη και είρων. Την Επιτροπή την έκανε μια χαψιά. Ο δε Βασιλικός βγήκε σαλόνι στον τότε φτωχό «Ταχυδρόμο» μ' ένα «Ημερολόγιο του Φεστιβάλ» κι έγραφε: «H Πέμπτη ήταν μέρα αφιερωμένη στην K. Σώκου, η οποία, όμως, μόλις είδε πως δεν πέτυχαν οι ταινίες που υποστήριζε, το "βούλωσε”». Το «βούλωμα», στην πραγματικότητα, ήταν το εξής: παραμονή της προβολής, η «Καθημερινή» δημοσίευσε παρουσίαση των έργων, ανήμερα, κριτική και τη μεθεπομένη, αποσπάσματα απ' όλες τις κριτικές πουείχαν γραφτεί... Όταν, αργότερα, ζήτησα το λόγο μιας τέτοιας ψευτιάς, ο Βασιλικός μου απάντησε αθωότατα πως το κομμάτι είχε γραφτεί πριν γίνουνόλα αυτά, κι είχε... προβλέψει ότι θ' αντιδρούσα έτσι.

Το χτύπημα για τον Τάκη ήταν φοβερό. Έχασε κάθε εμπιστοσύνη στον εαυτό του και στο έργο του, άρχισε να το απαρνιέται με σκληρά λόγια, Και ταήδη ευαίσθητα νεύρα του υποχώρησαν εντελώς. Θυμάμαι να προσπαθούμε στο γραφείο της Βασιλείας Δρακάκη να του βάλουμε ένα κομμάτι φρούτο στα σφιγμένα δόντια του και να μην μπορούμε. Δεν έτρωγε τίποτα. Ύστερα, μ' έπαιρνε τηλέφωνο για να μου λέει πως η Βλάχου ήταν μέλος μιας διεθνούς τρομοκρατικής σπείρας κι άλλα φοβερά' πως ακόμα και το μωρό του θυρωρού στο ξενοδοχείο της Ομόνοιας όπου έμενε όταν κατέβαινε στην Αθήνα, ήταν κι αυτό μέλος της σπείρας.

Βέβαια, η ταινία πήγε έξω, άρεσε πάρα πολύ («ορατόριο» τη χαρακτήρι-σαν στις Κάννες), μπήκε μέσα στις δέκα καλύτερες του κόσμου από τηνDillys Powell στην «Observer», και θυμάμαι, στη Βενετία, τον συνάδελφοMaurizio Liverani της «Paese Sera» να μου λέει: «Kanelopoulos è un grande artista! Cacoyannis è un mercante!» Και σήμερα ακόμα, o «Ουρανός» διατηρείτη γοητεία του. Το κακό είναι πως, μετά τη Θεσσαλονίκη, όταν τον πήρε εδώ στην Αθήνα ένας κινηματογράφος, τον κατέβασε αυθημερόν, γιατί δενπάτησε ψυχή. Ο Τάκης τσάκισε.

σώκου Η Ροζίτα Σώκου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης τη δεκαετία του '80

Από κει και πέρα, o Κανελλόπουλος άρχισε να τυποποιείται. Θέματά του: η Ελλάδα του χωριού, η Ελλάδα της παραλίας με τις δύο ξύλινες καρέκλες και το τσίγκινο τραπεζάκι, η Ελλάδα των γλυκών του κουταλιού, του λαϊκού κεντήματος στον τοίχο και της αμυγδαλιάς, και, κυρίως, η Ελλάδα των τρένων, είχε ένα πάθος με τα τρένα o Κανελλόπουλος - με τα τρένα, με τις γυναίκες, με τον έρωτα.

Κι όσο περνούσαν τα χρόνια, τόσο οι ηθοποιοί του έβρισκαν ακατανόητατα σενάρια που τους πρότεινε. Έφταναν στην πεδιάδα, στη θάλασσα, στοβουνό, όπου ήθελε εκείνος. Και τους έλεγε: «Τώρα, να κοιτάζεστε!» Ποτέ,καμιά πληροφορία πια...

Το Φεστιβάλ, πάντως, συνέχιζε να θαυμάζει τους φωτογράφους του. Με-τά την τραγωδία που υπήρξε για τον Τάκη όλος o πόλεμος εναντίον του «Ου-ρανού», η «Εκδρομή» έτυχε καλύτερης υποδοχής. Βλέπετε, υπήρχαν τύψειςστον αέρα. Εκείνος, όμως, είχε απογοητευτεί. Αν δεν υπήρχε η παθιασμένησυμπαράσταση της οικογένειάς του που τον λάτρευε, δε θα 'χε βρει ούτε ταχρήματα ούτε το κουράγιο να γυρίσει άλλες ταινίες.

Τα ξενύχτια του ήταν απάνθρωπα. Αν δεν χάραζε, δεν έβρισκε το δρόμογια το σπίτι του. Ένα βράδυ, ύστερα από πολλή κουβέντα στη «Ρέμβη» μ' έναν ελληνοαμερικανό σκηνοθέτη, γυρίσαμε κατά τις δύο το πρωί κι οδηγούσε ο Τάκης. Είδα πως, σιγά σιγά, πήγαινε όλο και πιο αριστερά, στην αντί-θετη λωρίδα (τότε ο δρόμος ήταν διπλής κατεύθυνσης)... Επειδή από παλιάτού είχα κάνει πολλά «μαθήματα» οδήγησης, δε δίστασα να του πω, πολύ ή-ρεμα: «Δεξιότερα, Τάκη μου, δεξιότερα». Έστριψε ελαφρά το τιμόνι - καισωθήκαμε, Αφήσαμε το σκηνοθέτη, αλλά ο Τάκης δεν ήθελε να κατεβώ. Φο-βόταν να μείνει μόνος. Ύστερα από πολλές βόλτες γύρω απ' το ξενοδοχείομου και δικά μου παρακάλια του τύπου: «Θα ξυπνήσει το παιδί και θα τρο-μάξει αν δεν με δει», με άφησε. Την άλλη μέρα, είδα τον αδελφό του στοδρόμο και τον ρώτησα, ανήσυχη. Μου απάντησε: «Tov βρήκαν ταξιτζήδες λίγο πιο πέρα απ' το ξενοδοχείο σου, πεσμένον στο τιμόνι, να χπιπά το κλάξον και να φωνάζει βοήθεια».

Ο Τάκης ήταν άνθρωπος κεφάτος, γενναιόδωρος και καλός. Κάποτε, όμως, είπε και κάτι φριχτό: «Μη με ρωτάς πόσες γυναίκες είχα στη ζωή μου. Ρώτα με πόσα σπίτια χάλασα!»

Με άλλη ευκαιρία, τον ρώτησα γιατί έκανε όλο αυτό το ερωτικό θέατρο•γιατί έβλεπε, π.χ., μια γριά ζητιάνα στο δρόμο και φώναζε: «Εγώ, αυτήν τηθέλω! » Μου απάντησε με ειλικρίνεια πως έφταιγε το πόδι του. Το 'χε χάσειμικρός, είχε κάνει μεγάλες προσπάθειες να ξεπεράσει την αναπηρία του, οδηγούσε αυτοκίνητο, κολυμπούσε καλά, χόρευε, αλλά το ψυχικό τραύμα είχε μείνει. Και η μανία της κατάκτησης ήταν ένας τρόπος να επιβεβαιώνεται. Όμως, η κατάσταση που επικρατούσε τότε στον ελληνικό κινηματογράφο,τον αδίκησε αγιάτρευτα.

εκδρομή Ο Τάκης Κανελλόπουλος με συντελεστές της «Εκδρομής» στο 7ό Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου, 1966

Θυμάμαι, συγκεκριμένα, στη Βενετία του 1975, όταν έγινε ένα αφιέρωμαστον ελληνικό κινηματογράφο και μίλησαν συνάδελφοι των οποίων δε θέλωv' αναφέρω τα ονόματα, γιατί ελπιζω να 'χουν μετανιώσει έκτοτε για την τότε στάση τους, αναφέροντας μόνον τον Αγγελόπουλο και, περιθωριακά, τονΚακογιάννη και τον Κούνδουρο. Έγραφα τότε στην «Απογευματινή»:

«Μάθαμε ότι, πριν από το αποκλειστικά "αριστερό” νέο Κύμα του ελληνι-κού κινηματογράφου, δεν υπήρχαν παρά δύο σκηνοθέτες διεθνούς επιπέ-δου στην Ελλάδα: o Κακογιάννης και o Κούνδουρος - o ένας, αναγνωρι-σμένος από τους έλληνες κριτικούς μόνο για τις τέσσερις πρώτες ταινίες του,κι ο δεύτερος, "μανιακός φορμαλιστής”. Ούτε λέξη περί Τζαβέλλα, περί Κα-νελλόπουλου, περί Μανουσάκη, περί Γεωργιάδη, σαν αυτοί να μην πάτησανποτέ σε ξένο φεστιβάλ ή να μην έτυχαν καμιάς ξένης διακρίσεως...»

Ύστερα, o Μήνας Ελληνικού Κινηματογράφου στο Λονδίνο. Και πάλι ε-κεί έγιναν τα ίδια. Στο πρόγραμμα, από τη «Στέλλα» και το «Δράκο», μ' ένα πήδημα βρεθήκαμε στα 1970' δηλαδή, στις ταινίες του Αγγελόπουλου. Πώς ν' αντέξει o Τάκης; Σιγά σιγά, άρχισε v' αποσύρεται - μ' όλες τις σημασίεςτου ρήματος. Καθόταν ώρες, μέρες ολόκληρες στα αγαπημένα του καφενείαόπου ακόμα κάτι είναι γραμμένο γι' αυτόν, σκαλισμένο στο μάρμαρο. Τηντελευταία φορά που τον είδα, σηκώθηκε κλαρίνο και, πάντα ιππότης, μουφίλησε το χέρι. Ομολογώ πως δυσκολεύτηκα να τον αναγνωρίσω...

Το κείμενο «Η Αλήθεια για τον Τάκη Κανελλόπουλο» γράφτηκε το 1997 και είναι δημοσιευμένο στην έκδοση του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τον Τάκη Κανελλόπουλο, 1997