Μου συμβαίνει συχνά να ανακατεύω τα φάντε με το ρετσινόλαδο. Και μάλιστα όταν ο ένας από τους δύο όρους είναι η Βουγιουκλάκη, σημείο και τέρας ενός παρόντος που δε λέει να γίνει παρελθόν παρόλες τις μεγαλόστομες κοινωνικές «αλλαγές» και τα κατά καιρούς άλματα «προόδου», το συμβάν γίνεται ιδιαίτερα γοητευτικό. Πριν ένα χρόνο σε ένα κείμενο, στο περιοδικό Λέξη, τεύχος 1, με τίτλο «Η αισθητική του προσώπου και η αισθητική των οπισθίων» είχα ανακατέψει τον κατά Παζολίνι Μαρκήσιο ντε Σαν του Σαλό, το κατά θεολόγο Χρήστο Γιανναρά βιβλίο «Το Πρόσωπο και ο Έρως», τον κατά Ντέσμοντ Μόρρις «Γυμνό Πίθηκο» και το κατά Βουγιουκλάκη «Πονηρό Θηλυκό Κατεργάρα Γυναίκα». Όλα μαζί περίεργα «συμφιλιωμένα» εισβάλλουν στον ελληνικό μικροαστικό χώρο με κέντρο τον άξονα Μεταξουργείο - Κολωνάκι, συνδιαλεγόμενα με τους κώδικες που το ένα στο άλλο δανείζει πάνω στο κοινό που πάλι το δανείζει στο άλλο, για να καταλήξουμε θεατές της καταστροφής του προσώπου και της μετατροπής του προσώπου σε άτομο.
Κρατώντας την αρχική ιδέα εκείνου του σκεπτικού μπορούμε να επιχειρήσουμε ένα καινούριο πείραμα με δύο νέα στοιχεία από δύο παλιούς φακέλους. Το φάκελο Βουγιουκλάκη, ευρισκόμενο επί τρεις δεκαετίες υπό μάλης του έλληνα μικροαστού (αν σημαίνει τίποτα πια αυτή ή λέξη) και το φάκελο Μπέργκμαν, επίσης ευρισκόμενο επί τρεις δεκαετίες υπό μάλης της ελληνικής διανόησης (βλέπε προηγούμενη παρένθεση). Και ο λόγος είναι απλός: Τώρα τελευταία έχουν σπάσει πολλά στεγανά και πολλοί φάκελοι κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι και σύσσωμο το της μικροαστικής ηθικής θεσμοθέτης Κολωνάκι, με το της μικροαστικής ηθικής εκτελεστή Μεταξουργείο παρέστει θεατής τόσο του μικροαστικού ηθικού μανιφέστου «Πονηρό Θηλυκό Κατεργάρα Γυναίκα» όσο και του αναδιαρθρωτή αυτού του μικροαστικού ηθικού μανιφέστου «Ανθρώπου με το Γαρύφαλλο», όσο τέλος και του ανατροπέα του ίδιου μανιφέστου «Σαλό Οι 120 Μέρες των Σοδόμων». Και όλοι πήγαν σε όλα, τουλάχιστον τόσο, όσο να δημιουργηθούν ανακαμπτικά κινηματογραφικά εισπρακτικά ρεκόρ, και όλοι φαίνεται να ικανοποιήθηκαν από όλα, κατά τεκμήριο, μιας και σε καμία από τις αίθουσες που παίζονταν δεν εξερράγει πυρκαγία ή δεν έσκασε βόμβα.
Βέβαια φέτος δεν έχουμε τις αντίστοιχες περισυνές κοσμοσυροές, τουλάχιστον στις κατά Μπέργκμαν «Μαριονέτες». Αλλά ο Μπέργκμαν είναι εξελίξιμο εμπορικό είδος στις μικροαστικές καταναλωτικές μαριονέτες. Η νέα εκ Παρισίων μόδα απαιτεί από όλες τις κομώτριες να αντικαταστήσουν τη δεμένη σειρά του Φρόμ με το Λακάν. Και η Βουγιουκλάκη αρχίζει αργά αλλά σταθερά να κατακτάει τους διανοούμενους. «Άσε, που στις σεξ εμφανίσεις της στη τελευταία ταινία «Κατάσκοπος Νέλλη» γερνάει ανάποδα. Και ο μεγαλοφυής Μπέργκμαν όλο και πιο τρομερός γίνεται.
Απίθανο αυτό το Μπεργκμανικό ποτάμι θανάτου των "Μαριονετών" όταν εισβάλλει στο Βουγιουκλακικό μας κόσμο στις αρχές της δεκαετίας του '80, στην Ελλάδα του Αντρέα και του Καραμανλή, του χάμπουργκερ και του ξυνόγαλου.»
Το πρόσωπο της Βουγιουκλάκη παραμένει για τρεις δεκαετίες το σαφέστερο σημαίνον της από τους κώδικες της ερμηνευόμενης μεταπολεμικής Ελλάδας.
Η δεκαετία του 40 είναι η δεκαετία φρίκης και ταυτόχρονα έντονης αναταραχής του λαού. Η επόμενη δεκαετία είναι η εποχή της επιβλημένης εκ άνω, με κάθε τρόπο, λησμονιάς. Μια λησμονιά που περνάει κάτω σαν φόβος - ήττα - θύμησες κρυφές - βόλεμα. Τα αντάρτικα, οι λαοκρατίες, οι «δοξασμένοι» καπετάνιοι, από δω κι' από κει, περνάνε στην ομαδική μνήμη μαζί με τους μαρμαρωμένους βασιλιάδες και τους παραμυθένιους κόσμους. Η καταναλωτική κοινωνία εισβάλλει με το ψυγείο, το ραδιόφωνο, το αυτοκίνητο, προσπαθώντας να διορθώσει αυτή τη μνήμη σε ένα σύγχρονο καταναλωτικό παράδεισο. Το βασιλόπουλο του παραμυθιού θάρθει ξανά, χωρίς λαϊκές εξεγέρσεις, σαν ο καλός πλούσιος, όχι με το άσπρο άλογο αλλά με μια μπλε λιμουζίνα να πάρει τη φτωχή κόρη από το Μεταξουργείο σ' ένα κόσμο θείας αθωότητας κάπου στο Κολωνάκι. Το αθώο κοριτσόπουλο που υποδύεται η Βουγιουκλάκη («το κορίτσι με τα παραμύθια») λύνει το πρόβλημα στο πανί του κινηματογράφου. Στη δράση όμως αυτό συνέχεια οξύνεται. Το απραγματοποίητο στην καθημερινή ζωή, που κουβαλάει το πρόσωπο της Βουγιουκλάκη, μετατρέπει το τελευταίο σε σύμβολο του πόθου. Η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα βρίσκει εδώ αφορμή για ονειρώξεις. Η πτώση του μεταπολεμικού Ελληνα είναι πλήρης. Η προπατορική πτώση επανέρχεται με το αίσθημα της ντροπής κατά τον Σαρτρ: «όχι γιατί έχει διαπράξει αυτό ή εκείνο το παράπτωμα, αλλά απλώς γιατί έχω εκπέσει σε ένα κόσμο, ανάμεσα σε πράγματα, και έχω ανάγκη της μεσολάβησης του άλλου για να είναι αυτό που είναι. Η σύνεση και κυρίως ο φόβος να συλληφθώ σε κατάσταση γυμνότητας δεν είναι παρά μια συμβολική εξειδίκευση της προπατορικής ντροπής. Στην περίπτωση αυτή το σώμα συμβολίζει την δίχως άμυνα αντικειμενικοποίηση μας»
Ο όμορφος κόσμος, ο ηθικός, ο αγγελικά πλασμένος της Βουγιουκλάκη παρ' όλες τις συνεχείς ρωγμές του στο χωρίς βάσεις οικοδόμημά του, αντέχει ακόμη και αποτελεί καταφύγιο, έστω και ενός ξεπεσμένου ρομαντισμού, απέναντι στο κατά Μπέργκμαν θανατηφόρο κόσμο. Κι ας είναι ο δεύτερος καλός κινηματογράφος και ο πρώτος κακός. Κι ας μην σνομπάρουν ακόμη τη Βουγιουκλάκη οι κρυπτοθαυμαστές της. Δεν υπάρχει άλλος κόσμος καλύτερος για κατανάλωση μαζικών ονείρων. Ο συγκινητικός Μπελογιάννης στο τέλος πεθαίνει κι αυτός, ενώ η ψιψίνα καταφέρνει να επιζεί, κάτω από την αγχωτική λατρεία του Μπέργκμαν. Και οι μαριονέτες περιφέρουν την προσωπική τους τραγωδία μέσα σε ένα κόσμο που δεν διαφέρει από το δικό μας παρά σε κάποια βηματάκια που σου επιτρέπουν να θεωρείς τον ομοφυλόφιλο σαν φυσιολογική ιδιαιτερότητα. Τα προβλήματα της «προηγμένης» σοσιαλδημοκρατικής Σουηδίας γίνανε και προβλήματα της «καθυστερημένης» Ελλάδας σε χρόνο που ξεπέρασαν τη μακάρια θεωρητική τους αντιμετώπιση. Και οι μαριονέτες πάνε και έρχονται στους ψυχιάτρους. Και φόνοι γίνονται και βιασμοί γίνονται και πορνεία υπάρχουν και σεξουαλικά απωθημένα υπάρχουν. Και ο Μπέργκμαν και η Βουγιουκλάκη συνυπάρχουν.
Το κείμενο «Μπέργκμαν και Βουγιουκλάκη» του Γιάννη Σολδάτου δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Κινηματογραφικά Τετράδια», τεύχος 6, Ιανουάριος 1982.