Στο χείλος ενός επιβλητικού καταρράκτη, στην καρδιά της Αφρικής, απλώνεται μια εκπληκτική πόλη, όπου κατοικούν πτηνά κάθε είδους. Ονομάζεται Ζαμπίζια και τη διοικεί ο μπαρουτοκαπνισμένος Σεκχούρου. Το νεαρό γεράκι Κάι εγκαταλείπει το απομονωμένο του φυλάκιο για να γίνει μέλος των Τυφώνων, της ξακουστής ομάδας που περιπολεί και διατηρεί ασφαλή τη Ζαμπίζια. Ο πατέρας του δεν συμφωνεί με την απόφαση του και τον ακολουθεί, μέχρι που αιχμαλωτίζεται από ένα ύπουλο ιγκουάνα που σκοπεύει να επιτεθεί στο καταφύγιο των πτηνών. Ο Κάι και η αδελφή ψυχή του Ζωή θα πρέπει να βάλουν τα δυνατά τους για να σώσουν την πόλη από τα υποχθόνια σχέδια του ιγκουάνα.

Αν οι απαιτήσεις που έχεις από ένα animation εν έτει 2014 είναι να είναι απλά καλά σχεδιασμένο, κάπως εντυπωσιακό, αρκούντως φασαριόζικο και με μια θεματική «ενηλικίωσης» για να στηρίξει το target group στο οποίο απευθύνται (τους γονείς δηλαδή που πάνε τα παιδιά τους σινεμά), το «Ζαμπίζια», δημιουργημα μια φιλόδοξης εταιρίας από τη Νότιο Αφρική είναι απλά ok ή και κάτι λιγότερο.

Τι σημαίνει όμως «ok» σε έναν κόσμο κινουμένων σχεδίων όπου όχι μόνο γίνονται θαύματα αλλά χρόνο με το χρόνο το είδος ανεβαίνει θεαματικές κλίμακες σεναριακής αρτιότητας, σκηνοθετικής μαεστρίας και τεχνικής τελειότητας;

Το «Ζαμπίζια», που ποντάρει στο local του άγονου τοπίου της Αφρικής και εκμεταλλεύεται το ζωικό βασίλειο σαν φτωχό μακρινό ξαδελφάκι του «Lion King» (προσθέστε εδώ και το score σε τοπικούς ρυθμούς), προσπαθεί να δώσει την εναλλακτική του πως μπορείς να φτιάξεις ένα πετυχημένο animation αν δεν είσαι η Pixar ή Disney ή η Fox.

Αυτό όμως που καταφέρνει είναι να θυμίζει τις πρώτες μέρες των ψηφιακών κινουμένων σχεδίων, όπου οι ήρωές του – τα ανθρωπόμορφα πουλιά δηλαδή - ξεχωρίζουν έντονα από το τοπίο, οι τρεις διαστάσεις τους θυμίζουν συχνά προσχέδιο του τελικού αποτελέσματος και το σενάριο μοιάζει να έχει γραφτεί – αντίθετα με τα credits που αναφέρουν 10 περίπου άτομα – στο... φτερό.

Η υποτυπώδης υπόθεση του παιδιού/εφήβου που θέλει να ενηλικιωθεί και να γίνει ο ήρωας της γενιάς του λειτουργεί μόνο όσο δεν αναλώνεται σε κλισέ ατάκες, ενώ οι σκηνές δράσης είναι τόσο απλοϊκές που κατεβάζουν σε μη επιτρεπτές τιμές τα όρια καταλληλότητας, αφού μοιάζει αδύνατον να σκεφτείς ένα παιδί πάνω από τα πέντε που να ικανοποιηθεί από την... περιπέτεια.

Λιγοστό χιούμορ, μια διάχυτη τρυφερή διάθεση που εξαντλείται νωρίς σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα, ένας κεντρικός ήρωας που προσπαθεί να γίνει σύμβολο και κάπου εκεί το «Ζαμπίζια» σταματάει να έχει λόγο ύπαρξης. Ακόμη και οι διάσημες φωνές του (ανάμεσά τους ο Σάμιουελ Λ. Τζάκσον, η Αμπιγκέιλ Μπρέσλιν, ο Λέοναρντ Νιμόι, ο Τζεφ Γκόλντμπλουμ) που δεν θα ακούσετε ποτέ – αφού η ταινία βγαίνει μόνο μεταγλωττισμένη στα ελληνικά – δεν προσδίδουν κύρος, αλλά μάλλον επιβεβαιώνουν το αυταπόδεικτο.

Αν οι απαιτήσεις που έχεις από ένα animation εν έτει 2014 είναι να σε ταξιδέψει στην παιδική σου ηλικία και από εκεί στο μέλλον του σινεμά, δεν υπάρχει ο παραμικρός λόγος να μπεις στον κόπο να φτάσεις μέχρι τη «Ζαμπίζια». Ακόμη και αν είσαι πολύ μικρός για να καταλάβεις την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στο πιάνω πουλιά στον αέρα και στο κάνω... πουλιά του αέρα.