Εξαιρετικό συναίσθημα, όταν κανείς περιμένει ότι θα δει ένα κοινωνικό δράμα από το Ιράν κι έρχεται αντιμέτωπος με το δράμα της trash tv, με το αναλώσιμο της ζωής και με τον εαυτό του.
Το ερέθισμα έρχεται ήδη από τους τίτλους αρχής - «αυτή η ταινία μυθοπλασίας είναι εμπνευσμένη από μια πραγματική ιρανική τηλεοπτική εκπομπή, με τίτλο "Μήνας του Μέλιτος"». Τι σχέση μπορεί να έχει αυτό με την ιστορία μιας γυναίκας που αγωνίζεται να ανατρέψει τη θανατική ποινή της; Και όμως.
Η νεαρή Μαριάμ έχει καταδικαστεί σε θάνατο για το φόνο του μεσήλικα άντρα με τον οποίο είχε κάνει προσωρινό γάμο. Η μοναδική της πιθανότητα να γλιτώσει την εκτέλεση είναι μια τηλεοπτική εκπομπή, ένα ζωντανό σόου με κοινό, όπου η Μόνα, η κόρη του θύματος, έχει τη δυνατότητα, εάν θέλει, να τη συγχωρέσει, παρουσία του Εισαγγελέα.
Οσο και να μοιάζει παράλογη σύλληψη, η ταινία βασίζεται στην πραγματικότητα, η ιρανική παράδοση θέλει, όντως, να μπορεί να δοθεί συγχώρεση σε ετοιμοθάνατους τη Νύχτα της Γιαλντά, της συγχώρεσης κι αυτό, πράγματι, να μπορεί να γίνει στη διάρκεια ενός σόου στο ύφος του «Εχεις Πακέτο».
Ο Μασούντι Μπακσί, με συμμετοχή στο Φεστιβάλ Βερολίνου και βραβείο καλύτερης διεθνούς ταινίας στο Σάντανς, αξιοποιεί το φτηνό περιβάλλον της εκπομπής, με «τηλεοπτική» φωτογραφία και «κλεφτές» ματιές στα παρασκήνια, τόσο στις ιδιωτικές στιγμές των δυο γυναικών, όσο και στην καμπίνα της παραγωγής. Επιμένει στην αντιδιαστολή των γυναικών-επαγγελματιών και των γυναικών-θυμάτων, στο μελοδραματισμό της παρατεταμένης αναμονής ανάμεσα σε διαφημιστικά μηνύματα ή μουσικά / ποιητικά διαλείμματα, σχολιάζει με πικρό χιούμορ την παγίδα της δημοσιότητας («βάλε κι άλλο live τραγούδι, ο κόσμος θέλει κάτι πιο χαρούμενο»).
Μπορεί η εξέλιξη της ιστορίας να φέρνει μια υπερβολή μελοδραματισμού και συμβολισμού, μπορεί το φινάλε να μοιάζει υπερβολικά αυθαίρετο μετά από μια τόσο συγκεκριμένη δομή και πρόθεση, όμως ο Μπακσί καταφέρνει στην ταινία του κάτι εξαιρετικά δύσκολο - κι όχι μόνο να εκμαιεύσει από τις ηθοποιούς του σπαρακτικές και ταυτόχρονα ελαφριές ερμηνείες. Καταφέρνει να παίξει με τα στερεότυπα του θεατή που, ακριβώς σαν το «ζωντανό» κοινό του σόου, αγωνιά να δει τι θα συμβεί με τη Μαριάμ ενώ διασκεδάζει ενοχικά με την κουτσομπολίστικη, αδιάκριτη διάθεση της κάμερας.