Ενας δειλός αγρότης επιθυμεί διακαώς να φύγει από το πολεμοχαρές Δυτικό Μέτωπο. Ταυτόχρονα προσπαθεί να εντυπωσιάσει την πρώην κοπέλα του, κομπάζοντας στο πλευρό της ξανθιάς, μοιραίας Αννα, που του μαθαίνει, μεταξύ άλλων, πώς να σημαδεύει κατευθείαν στις καρδιές των γυναικών. Οταν κληθεί σε μια δύσκολη μονομαχία με τον κακοποιό συζύγο της Αννα, ο (εκ)κεντρικός ήρωας θα χρειαστεί κάτι πολύ παραπάνω από καλή εκπαίδευση στη σκοποβολή: θα χρειαστεί κουράγιο και τύχη βουνό.

Στην Αγρια Δύση όλα έιναι σκατά. Κυριολεκτικά.

Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός πως ο Σεθ ΜακΦάρλαν στηρίζει σε αστεία... αφόδευσης (εμπλουτίζοντας τα και με ολίγο από προβατίσιο... νούμερο 1) όλο το φιλόδοξο οικοδόμημα ενός ξαναδιαβάσματος της παράδοσης του γουέστερν κορυφώνοντας τη σκατολογική του εμμονή – προφανής ήδη από το «Family Guy» και το «Ted» - χωρίς φόβο και δυστυχώς χωρίς πάθος.

Η τύπου «μαλάκα μου, γαμώ τις φάσεις» διάρροια του Νιλ Πάτρικ Χάρις (ναι είναι spoiler και έρχεται ακριβώς τη στιγμή που θα περίμενες κάτι πιο «στέρεο» από έναν κωμικό που θέλει να είναι Μελ Μπρουκς αλλά είναι μάλλον υπο-αδελφός Φαρέλι) δεν θα ενοχλούσε τόσο, αν τα 116 λεπτά του «Χίλιοι Τρόποι να Πεθάνεις στην Αγρια Δύση» δεν ήταν μια συρραφή από ανέμπνευστα σκετσάκια σχολικού (βλ. νηπιακού) επιπέδου.

Μπορεί η κεντρική ιδέα – ενός σχεδόν σημερινού ήρωα που τον υποδύεται ο ίδιος ο ΜακΦάρλαν, πρωταγωνιστή σε μια τρελή, τρελή, τρελή εκδοχή της Αγριας Δύσης – να είναι πολλά υποσχόμενη, αλλά δεν συμβαίνει το ίδιο τόσο με το άσφαιρο σενάριο, όσο και με τη «δεν μπορώ να βρω στόχο ούτε στο ένα μέτρο» σκηνοθεσία.

Το όποιο κωμικό timing του ΜακΦάρλαν (τουλάχιστον για τους φανατικούς του) αναζητείται – και σε στιγμές θα έπρεπε να καταζητείται - όχι μόνο γιατί σκηνοθετεί τα 116 λεπτά τους έπους του άτεχνα, χωρίς εσωτερικό ρυθμό και με ολιγόλεπτα gags που επαναλαμβάνονται χωρίς λόγο αφού δεν είναι αστεία ούτε την πρώτη φορά, είτε αυτό είναι τα ατίθασα πρόβατά του ήρωά του είτε η «παρθένα» σχέση του Τζιοβάνι Ριμπίζι με μια απενοχοποιημένη κατά τα άλλα πόρνη.

Το μεγαλύτερο ατόπημα του ΜακΦάρλαν είναι ότι πιστεύει πως η ταινία του είναι «μεγάλη», το χιούμορ του «καθηλωτικό» και η κριτική του «απόλυτα επίκαιρη», ενώ στην πραγματικότητα το «Χίλιοι Τρόποι για να Πεθάνεις στην Αγρια Δύση» είναι σαν προσχέδιο μιας ταινίας που θα ήθελε ξαναγράψιμο και έναν ταλαντούχο σκηνοθέτη, το χιούμορ της είναι επιπέδου κακής οντισιόν για το Saturday Night Live και η σάτιρα του τόσο ανατρεπτική όσο ένα πρόβατο που κατουράει σε γκρο πλαν – για όσους πιστεύουν πως αυτό, εν έτει 2014, είναι τολμηρό ή ριζοσπαστικό!

Ούτε σαρωτικό όσο υποσχόταν, ούτε ευφυές όσο θα στοιχημάτιζες ότι θα ήταν το επόμενο – μετά «Ted» - βήμα του ΜακΦάρλαν, ούτε τόσο σουρεαλιστικό όσο να δικαιολογήσει τον αποσπασματικό του χαρακτήρα και τελικά ούτε καν απλώς αστείο για μαζική κατανάλωση, με μετρημένες στα δάχτυλα τους ενός χεριού χαριτωμενιές – κυρίως από τον χαρακτήρα του Νιλ Πάτρικ Χάρις και αυτήν την καλύτερη σκηνή της ταινίας με τον πάγο (no spoilers εδώ), το «Χίλιοι Τρόποι να Πεθάνεις στην Αγρια Δύση» είναι αναπάντεχα κατώτερο των όποιων προδοκιών, σχεδόν όσο και οι υποκριτικές ικανότητες του ΜακΦάρλαν που ακόμη και ως πρωταγωνιστής – στην πρώτη του εδώ εμφάνιση στο σινεμά - είναι «λίγος» για μια τρελή κωμωδία που δεν είναι τελικά ούτε τρελή, ούτε κωμωδία.

Δείγμα ενός hype που μοιάζει σε όλη τη διάρκεια του φιλμ να καταρρέει κάτω από τη σκόνη ενός φιλόδοξου spoof που εξ αρχής ο δημιουργός του θεώρησε αρκετό να το οικοδομήσει πάνω σε cameos διάσημων φίλων, στην γοητεία της miscast Σαρλίζ Θερόν, σε σωματικά υγρά, σε τρίχες και σε πολλά... σκατά. Και ξέρουμε όλοι τι γίνεται όταν ο θεατής βαριέται τόσο, ώστε να τραβήξει το καζανάκι.