Σε μια εποχή που η προσπάθεια αποφυγής των spoilers έχει λάβει διαστάσεις υστερίας και σκηνοθέτες του διαμετρήματος του Κουέντιν Ταραντίνο «παρακαλούν» τους δημοσιογράφους να μην αποκαλύψουν τις σεναριακές ανατροπές στις ταινίες τους, η διακριτική προτροπή με voice over στους τίτλους τέλους του «Μάρτυρα Κατηγορίας» από το μακρινό 1957 να κρατήσουν μυστικό οι θεατές το τέλος από τους φίλους τους για τη «μεγαλύτερη διασκέδασή τους» μοιάζει προφητική και συνάμα αθώα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, το φινάλε, όσο πραγματικά (και πολλαπλά) ανατρεπτικό κι αν είναι, δεν είναι ο μοναδικός λόγος απόλαυσης αυτής της εξόχως διασκεδαστικής ταινίας, η οποία ήταν υποψήφια για έξι Όσκαρ και δικαίως κατέχει ακόμα και σήμερα περίοπτη θέση ανάμεσα στα κορυφαία δικαστικά δράματα στην ιστορία του κινηματογράφου.

Το βασισμένο σε δικό της διήγημα ομότιτλο θεατρικό έργο της Αγκάθα Κρίστι ήταν ήδη μεγάλη επιτυχία στις σκηνές του Λονδίνου και του Μπρόντγουεϊ, όταν οι παραγωγοί που αγόρασαν τα δικαιώματα για τη μεταφορά του στη μεγάλη οθόνη προσέγγισαν σε μια απολύτως ευτυχή συγκυρία τον δαιμόνιο Μπίλι Γουάϊλντερ για να επιμεληθεί το σενάριο και να αναλάβει τη σκηνοθεσία, κατόπιν απαίτησης της πρωταγωνίστριας και ντίβας Μάρλεν Ντίτριχ, η οποία είχε παθιαστεί με το project έχοντας δει το έργο στη σκηνή. Ο υπέυθυνος για μερικά από τα πιο εμβληματικά αριστουργήματα του κλασικού Χόλιγουντ («Μερικοί το Προτιμούν Καυτό», «Η Λεωφόρος της Δύσης», «Διπλή Ταυτότητα») σεναριογράφος και σκηνοθέτης κατάφερε όχι μόνο να απεμπολήσει τη θεατρικότητα του πρωτογενούς υλικού, αλλά και να του δώσει νέα πνοή, μετατοπίζοντας το δραματουργικό βάρος από το βασικό ύποπτο Λέοναρντ Βόουλ στο συνήγορό υπεράσπισής του και εισάγοντας το σήμα κατατεθέν του, τους αστραφτερά αιχμηρούς και πνευματώδεις διαλόγους του.

Η υπόθεση έχει την (αρχε)τυπική δομή ενός whodunit, όπως αυτή διαμορφώθηκε, άλλωστε, σε μεγάλο βαθμό από τη βρετανίδα συγγραφέα. Στο Λονδίνο των αρχών της δεκαετίας του 50, μια πόλη που προσπαθεί ακόμα να ορθοποδήσει από τα δεινά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τις επιθέσεις των Γερμανών, ένας διάσημος για τις ποινικές υποθέσεις που έχει διεκπεραιώσει με επιτυχία δικηγόρος, ο Σερ Γουίλφριντ Ρόμπαρτς, βγαίνει από το νοσοκομείο μετά από ένα σοβαρό καρδιακό επεισόδιο και, παρά τις αντίθετες υποδείξεις των γιατρών και -κυρίως- της φορτικής νοσοκόμας του που τον αντιμετωπίζει σαν παιδί, αναλάμβάνει την υπεράσπιση του Λέοναρντ Βόουλ, ενός εκπατρισμένου Αμερικανού και βασικού υπόπτου για τη δολοφονία της πλούσιας Βρετανίδας χήρας Εμιλι Φρεντς, η οποία τον είχε θέσει υπό την προστασία της.

Παρά τις αποχρώσες ενδείξεις ότι ο κατηγορούμενος τέλεσε το έγκλημα, ο δικηγόρος πιστεύει στην αθωότητά του και προσπαθεί να την αποδείξει με κάθε μέσο, μοναδική όμως μάρτυρας για την υπεράσπισή του είναι η σύζυγος του, Κριστίν, μια αινιγματική και μυστηριώδης Γερμανίδα, την οποία ο πελάτης του γνώρισε και παντρεύτηκε στη διάρκεια του πολέμου. Κι ενώ αρχικά εκείνη παρέχει μπροστά στον Ρόμπαρτς κάπως υπαινικτικά και αμφίσημα το άλλοθι για το σύζυγό της, οι ανησυχίες του διορατικού δικηγόρου θα επιβεβαιωθούν, όταν εκείνη θα εμφανιστεί στο δικαστήριο τελικά ως μάρτυρας κατηγορίας, υποστηρίζοντας ότι ο άντρας της είναι ένοχος. Θα ακολουθήσει μια ακροαματική διαδικασία γεμάτη εκπλήξεις και ανατροπές, οι οποίες θα κορυφωθούν σε ένα αλησμόνητο φινάλε.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το «Μάρτυρας Κατηγορίας» ήταν μία από τις ελάχιστες βασισμένες σε δικό της έργο ταινίες που η Αγκάθα Κρίστι εκτίμησε τόσο βαθιά, γράφοντας μάλιστα χαρακτηριστικά σε ένα γράμμα της προς το σκηνοθέτη ότι δεν περίμενε ποτέ ότι θα διασκεδάσει τόσο πολύ στη μεγάλη οθόνη βλέποντας ένα βιβλίο της. Ο Γουάιλντερ κατάφερε να σεβαστεί το πρωτογενές υλικό και να το διανθίσει με τις δικές του σεναριακές παρεμβάσεις, δημιουργώντας έναν υποδειγματικό αφηγηματικό ρυθμό που εκμεταλλεύεται στο έπακρο την έμφυτη δραματικότητα της αγγλοσαξονικής ποινικής δικονομίας και ισορροπεί αριστοτεχνικά ανάμεσα στις σκοτεινές πτυχές της ιστορίας, τις οποίες αφήνει σοφά στο παρασκήνιο, και σε μια πιο (φαινομενικά) ανάλαφρη και καυστικά ειρωνική ματιά, όπως αυτή ενσαρκώνεται στην οθόνη από την καταιγιστική παρουσία του Τσαρλς Λότον, στο ρόλο του συνηγόρου υπεράσπισης.

Κι όπως είναι αναμενόμενο από τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο που χάρισε στον κινηματογράφο μερικές από τις πιο εμβληματικές ατάκες του, οι διάλογοι είναι πραγματικά απολαυστικοί και πνευματώδεις, με τις στιχομυθίες εντός κι εκτός δικαστικής αίθουσας να παίρνουν φωτιά. Αυτό, όμως, που κατάφερε κυρίως ο Γουάιλντερ είναι να στήσει ένα αμιγώς κινηματογραφικό θέαμα που δε θυμίζει τις θεατρικές καταβολές της ιστορίας του, τόσο με τη χρήση των καίρια τοποθετημένων φλας μπακ που φωτίζουν το παρελθόν των ηρώων του, όσο και με την πλανοθεσία κατά τη διάρκεια της δίκης που ξεπερνά το εμπόδιο της στατικότητας με μια αεικίνητη κάμερα που εστιάζει σε ένα πλήθος από οπτικές λεπτομέρειες, οι οποίες αναδεικνύουν κι αποκαλύπτουν ακόμα περισσότερο όλες τις πτυχές μιας κλιμακούμενης έντασης δραματουργίας.

Η επιλογή, μάλιστα, να αναδειχθεί, σε αντίθεση με το θεατρικο έργο της Κρίστι, πρωταγωνιστής και κεντρικός ήρωας της ταινίας ο συνήγορος υπεράσπισης είναι απόλυτα επιτυχημένη. Όχι μόνο γιατί ο κάπως miscast Τάιρον Πάουερ (στην τελευταία εμφάνισή του στη μεγάλη οθόνη) είναι διακριτικά υποτονικός στον γοητευτικά αμφίσημο ρόλο του κατηγορουμένου Λέοναρντ Βόουλ, ούτε γιατί ο θεατής ταυτίζεται περισσότερο με τον δικηγόρο στην αναζήτηση της αλήθειας σε μια ούτως ή άλλως σκοτεινή ιστορία, αλλά λόγω της σαρωτικής παρουσίας του Τσαρλς Λότον ως Σερ Γουίλφριντ Ρόμπαρτς. Δύο χρόνια μετά την πρώτη και μοναδική σκηνοθετική του απόπειρα με την αριστουργηματική, αλλά και κατάφωρα παραγνωρισμένη στην εποχής της «Νύχτα του Κυνηγού», ο Λότον ουσιαστικά σκηνοθετεί μαζί με τον Γουάιλντερ το ρόλο του και πλάθει έναν χαρακτήρα που γεμίζει το κάδρο με την επιβλητική του παρουσία, την αψεγάδιαστη εκφορά του λόγου του και την οξύνοια του πνεύματός του.

Και φυσικά, δικαιώνοντας για άλλη μια φορά το μύθο της ως ένα ανυπέρβλητο icon, η Μαρλέν Ντίτριχ λάμπει στην οθόνη. Με μια είσοδο που παγώνει στιγμιαία το χρόνο, όπως αρμόζει σε μια ντίβα, η Γερμανίδα σταρ κατέχει σε κάθε γωνία του προσώπου της όλους τους κώδικες της σαγήνης και του φιλμ νουάρ και δίνει στο ρόλο του τίτλου μια μυστηριώδη αύρα που κάνει το θεατή να μην μπορεί να ξεκολλήσει από τα παγωμένα και ανέκφραστα χαρακτηριστικά της, καθώς αποκαλύπτονται σταδιακά οι αντιφάσεις και τα μυστικά της ηρωίδας που υποδύεται.

Ο σκηνοθέτης θεωρούσε τον «Μάρτυρα Κατηγορίας» ως τη μοναδική «χιτσκοκική» δημιουργία του και η ειρωνεία είναι ότι ο ίδιος ο μετρ του σασπένς δήλωσε αργότερα ότι πολλές φορές τον συγχάρηκαν κατά λάθος γι’ αυτή την ταινία νομίζοντας πως είναι δική του, τελικά, όμως, αυτό το δικαστικό δράμα, ακόμα κι αν δε συγκρίνεται με τις πιο εμβληματικές δουλειές του που προηγήθηκαν ή ακολούθησαν, είναι ένα έργο αμιγώς του Μπίλι Γουάιλντερ, ενός από τα πιο φωτεινά και καθαρά μυαλά που φώτισαν με το όραμα και το πνεύμα τους τη μεγάλη οθόνη. Κι αν δεν πιστεύετε εμάς, μην ξεχνάτε ότι το παραδέχτηκε κι η ίδια η Αγκάθα Κρίστι.