Οχι, ο Μάικλ Μουρ δεν είναι ο μέσος Αμερικάνος που θα ήθελε όλοι να πιστεύαμε ότι είναι στο τελευταίο ντοκιμαντέρ του, ένα μελετημένο και επι τούτου θρίαμβο της θεωρίας της «απλοϊκότητας» φτιαγμένο από έναν άνθρωπο πάνω από το μέσο όρο που ουσιαστικά συγκρίνει διαφορετικά πράγματα για να οδηγηθεί σε αυθαίρετα συμπεράσματα, ενοχλώντας όχι με τη διεισδυτική του ματιά, αλλά με μια διάχυτη αίσθηση εξυπνακίστικης ανοησίας.
Ο Μάικλ Μουρ, όμως, όχι, δεν είναι ανόητος. Είναι ένας «πονηρός» σκηνοθέτης. Πράγμα που όλοι το γνωρίζουμε εδώ και χρόνια και που σαν χαρακτηριστικό δεν τον κάνει απαραίτητα έναν κακό σκηνοθέτη, αλλά σίγουρα μειώνει αυτόματα τη δύναμη των ντοκιμαντέρ-καταγγελιών που φτιάχνει με σκοπό να «ερεθίσει» τα ένστικτα του μέσου Αμερικάνου και να τον κάνει να αναλογιστεί τα κακώς κείμενα μιας χώρας σε απόλυτη παρακμή.
Ανάμεσα σε αυτά και άλλα που είναι (χειριστικός, φτηνά μελοδραματικός, προφανής) ή δεν είναι (αναλυτικός, αντικειμενικός, ψύχραιμος) ο Μάικλ Μουρ, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν είναι ψεύτης. Και κάθε τι που λέγεται μέσα στο «Που να Κάνετε την Επόμενη Εισβολή» είναι αλήθεια. Ή για να είμαστε (τουλάχιστον εμείς) πιο ειλικρινείς η... μισή αλήθεια.
Η πρακτική του Μουρ να απομονώνει αρετές των χωρών εκτός Αμερικής (κυρίως ευρωπαϊκές) προκειμένου να «κλέψει» παραδείγματα και να τα φέρει πίσω στη χώρα του είναι τόσο επιλεκτική που αδικεί κατάφωρα την Αμερική και ταυτόχρονα αγιοποιεί άδικα την Ευρώπη.
Είναι σχεδόν εξοργιστικό να βλέπεις τον Μουρ να αναπαράγει κλισέ για την κάθε ευρωπαϊκή χώρα (οι Ιταλοί που κάνουν συνέχεια σεξ και διακοπές, οι Γάλλοι που τρώνε πάντα γκουρμέ, οι Σουηδοί που είναι υπεράνω...), αγνοώντας πως στην Ιταλία των οκτώ εβδομάδων άδειας μετ’ αποδοχών η ανεργία βρίσκεται σε δυσθεώρητα επίπεδα, πως στη Φινλανδία του υποδειγματικού δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος ο αλκοολισμός μαστίζει ακόμη και τις νεαρές ηλικίες, πως στην Τυνησία της γυναικείας χειραφέτησης το να είσαι γκέι τιμωρείται με ποινή φυλάκισης και πως στη Σκανδιναβία των πειραματικών ανοιχτών φυλακών, τα ακροδεξιά κόμματα ανεβαίνουν κάθε εκλογική αναμέτρηση και περισσότερο στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων.
Η εμμονή του Μουρ να θέλει να απευθυνθεί στο μέσο Αμερικάνο – με απλουστευτική τεκμηρίωση και αναπαραγωγή στερεοτύπων – και ταυτόχρονα να φέρει πίσω το entertainment στο είδος του ντοκιμαντέρ ήταν κάτι που χαρακτήριζε πάντοτε τις ταινίες του. Μόνο που στην περίπτωση του «Roger & Me» και του «Bowling for Columbine» - των δύο καλύτερων στιγμών του, η διάθεσή του ήταν χιουμοριστικά επιθετική και σατιρικά δαιμόνια, χτυπώντας με προφανή αλλά και αφοπλιστικό τρόπο τους στόχους του, πριν παραδοθεί άνευ όρων στο «λαϊκισμό» που ήρθε σταδιακά (από το «Fahrenheit 9/11» μέχρι το «Sicko» και με αποκορύφωμα το «Που να Κάνετε την Επόμενη Εισβολή») να καπελώσει την όποια δύναμή του ως ακτιβιστή, κινηματογραφιστή, πολιτικό ον.
Στο «Που να Κάνετε την Επόμενη Εισβολή» υπάρχουν στιγμές που νομίζεις πως ο Μουρ κοροϊδεύει ακόμη και αυτούς που υποτίθεται ότι επαινεί – όπως στη σκηνή που προσφέρει Coca-Cola σε μια μαθήτρια γαλλικού σχολείου, προκαλώντας την να φάει κάτι βλαβερό όπως τα αντίστοιχα Αμερικανάκια ή στην κεκλεισμένων των θυρών συναντησή του με τον Πρωθυπουργό της Σλοβενίας. Δεν είσαι όμως σίγουρος αν ο Μουρ έχει πρόθεση να διακωμωδήσει ανθρώπους που θεωρούν ως δεδομένα πράγματα που για τον ίδιο (και για ένα μέσο Αμερικάνο) μοιάζουν ανήκουστα.
Είναι λογικό ο σεφ που μαγειρεύει σε ένα σχολείο στη Νορμανδία να ασχολείται στη ζωή του μόνο με αυτό ή οι εργάτες στο εργοστάσιο της Faber να γυρίζουν σπίτι τους για να φάνε το μεσημέρι, αυτό όμως δεν κάνει τη Γαλλία μια χώρα που ασχολείται με το καμεμπέρ και τη Γερμανία έναν εργασιακό παράδεισο. Ενας ντοκιμαντερίστας (του μεγέθους του Μάικλ Μουρ) που αγγίζει σε μια τόσο κρίσιμη εποχή μια Ευρώπη – ανοιχτό μέτωπο από το προσφυγικό, την οικονομική κρίση και την αναθεώρηση των αξιών της - οφείλει να δίνει τη σωστή εικόνα και όχι να θεωρεί το θεατή εκτός Αμερικής ανόητο όσο και τον μέσο Αμερικάνο.
Βασισμένος σε μια αυθαίρετη και τελείως παιδική λογική, ο Μουρ δεν ξέρει και ο ίδιος τι ακριβώς κάνει οταν προσπαθεί προσπαθεί να κατακεραυνώσει την Αμερική, επαινόντας την ταυτόχρονα για τις ιδέες της που έκλεψε ο υπόλοιπος κόσμος, ολοκληρώνοντας τελικά μια τουριστική περιήγηση στις παραδοξότητες της Ευρώπης (του επιπέδου «κοίτα να δεις τι γίνεται στον κόσμο»), τόσο ανώφελη και εκβιαστική που καταλήγει ενοχλητική.
Και σίγουρα όχι με τον τρόπο που θα επιθυμούσε ο Μάικλ Μουρ.