Ο Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ μάς έχει μάθει στα καλύτερα, στον λιτό, οικείο, ρομαντικό τρόπο να παρουσιάζει μια ζωή που μοιάζει αφοπλιστικά με τη δική μας, ή αυτή που θα θέλαμε να είναι. Αυτή τη φορά, φορτωμένος γερά εφόδια, καταπιάνεται με μια ταινία πιο new age από τη δική του ιδιοσυγκρασία και το αποτέλεσμα μοιάζει από κάθε πλευρά ψεύτικο.
Κεντρική ηρωίδα της ταινίας είναι η Μπερναντέτ Φοξ που δεν χάθηκε, αλλά... έχασε τον εαυτό της, σύλληψη ήδη αρκετά εκνευριστική. Ειδικά όταν πρόκειται για μια γυναίκα νέα, όμορφη, ευκατάστατη, ταλαντούχα, που έχει μια κόρη που τη λατρεύει (υπερβολικά, κάτι μας λέει ότι το κορίτσι θα έχει προβλήματα ενηλικίωσης) κι έναν άντρα που τη φροντίζει και την αγαπά. Μόνο που, όταν η Μπερναντέτ βρισκόταν στις δαφνοστεφανωμένες αρχές της αρχιτεκτονικής καριέρας της, το δεύτερο, μόλις, πρότζεκτ της χτυπήθηκε από τον ανταγωνισμό κι αυτό η ηρωίδα δεν μπόρεσε να το ξεπεράσει. Από τότε έχει μεταβληθεί σε μια εκκεντρική μισάνθρωπο που δεν τα βγάζει πέρα με την κοινωνία. Ενα ταξίδι στην Ανταρκτική, που από παρεξήγηση με σύζυγο και κόρη, η Μπερναντέτ κάνει τελικά μόνη, θα της δώσει τα δημιουργικά ερεθίσματα που μια ζωή περίμενε.
Ο Λινκλέιτερ διασκευάζει το best seller της Μαρία Σεμπλ κι εκεί κάπου βρίσκεται το βασικό μειονέκτημα της ταινίας. Αλλάζει, μεν, στοιχεία της αφήγησης, με αποτέλεσμα (για να μην κάνουμε spoilers), τα στοιχεία μυστηρίου και διαδοχικών αποκαλύψεων της πλοκής να είναι, εδώ, από την αρχή φανερά. Κρατά, όμως, το πνεύμα του βιβλίου, που συνοπτικά δεν είναι παρά το ennui που πλήττει τη μεγαλοαστική αμερικανική τάξη. Η δράση ξετυλίγεται όχι μέσα από τα μάτια της κόρης, Μπι, όπως στο βιβλίο (η Εμα Νέλσον δίνει την καλύτερη ερμηνεία της ταινίας), αλλά της ίδιας της Μπερναντέτ.
Η αισθητική του φιλμ, η σκηνογραφία, τα ρούχα, η φωτογραφία του σταθερού συνεργάτη του Λινκλέιτερ, Σέιν Φ. Κέλι, είναι μαγευτικά για τα μάτια. Τόσο όταν η ταινία τριγυρίζει στο γραφικό, μέσα στα δέντρα προάστιο όπου ζει η οικογένεια, όσο κι όταν περιπλανιέται στη λευκή ερημιά της Ανταρκτικής (μέρος των γυρισμάτων έγινε, όντως, στη Γροιλανδία). Από την άλλη πλευρά, οι διάλογοι αλλά και οι ερμηνείες έχουν μια επιτήδευση που παραφορτώνει μια ιστορία και ανθρώπινες σχέσεις που, ούτως ή άλλως, οριακά προκαλούν το ενδιαφέρον.
Ακόμα πιο παράξενα, δίπλα στην Νέλσον, στον προσηνή Μπίλι Κρούνταπ που υποδύεται τον tech-genious σύζυγο και τη χαριτωμένη ως αντιπαθητική γειτόνισσα Κρίστεν Γουιγκ, η Κέιτ Μπλάνσετ ντύνει την Μπερναντέτ της με μια ερμηνεία γεμάτη καρικατουρίστικες μανιέρες και γραφικότητα. Από έναν δημιουργό που συνήθως αντλεί τη μαγεία του από το γνώριμο και το απλό, έρχεται μια ταινία όμορφη και ψεύτικη. Κοινώς, πού χάθηκες Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ;