Oταν ο Γουόλας Γνώρισε τη Σάντρι, εκείνη ήδη συζούσε με το φίλο της Μπεν. Ο Γουόλας είχε παρατήσει την ιατρική, όχι γιατί δεν ήθελε να γίνει γιατρός, αλλά γιατί έπιασε τον έρωτα της ζωής του και συμφοιτήτρια του σε μια ντουλάπα του νοσοκομείου με κάποιον άλλον. Κι αυτό του θύμισε τους γιατρούς γονείς του, οι οποίοι έκαναν τα ίδια: απατούσαν ο ένας τον άλλον και του αποδείκνυαν κάθε μέρα ότι η αγάπη είναι ένα παραμύθι. Για αυτό κι ο Γουόλας αποφάσισε ότι θα τη βλέπει σαν παραμύθι. Θα πηγαίνει μόνος του σινεμά και θα βλέπει το «The Princess Bride» του Ρομπ Ράινερ, του τύπου που σε κάποια άλλη του ταινία που έγραψε με την Νόρα Εφρον διαπραγματεύτηκε αν γυναίκες και άντρες μπορούν να είναι απλά φίλοι. Κάτι που ο Γουόλτερ καλείται να απαντήσει γρήγορα κι ο ίδιος. Γιατί στην ίδια κινηματογραφική αίθουσα ξανασυνάντησε τη Σάντρι, της οποίας επίσης η αγαπημένη ταινία είναι το «The Princess Bride». Οπότε τι κάνεις όταν γνωρίσεις αυτή/ον που ταιριάζεις σε όλα, όλα τα αμήχανα και τα ανόητα, τα ανείπωτα και τα βαθιά προσωπικά, αυτά που σε κάνουν να είσαι ο εαυτός σου - και ξαφνικά, ο εαυτός σου δεν είναι τόσο κακός; Οταν ο Γουόλας Γνώρισε τη Σάντρι έγιναν φίλοι, έζησαν σαν φίλοι και η ιστορία τους καλείται να απαντήσει με τη σειρά της αν αυτό είναι ρομαντική κωμωδία ή σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Μπορούν γυναίκες και άντρες να είναι φίλοι;

Οι ρομαντικές κομεντί είναι το πιο ευαίσθητο κινηματογραφικό είδος των τελευταίων χρόνων. Θα το έλεγε κανείς «είδος προς εξαφάνιση», όσο σκανδαλώδες κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο τη στιγμή που βγαίνουν με το τσουβάλι αρπαχτές που ισχυρίζονται ότι είναι ρομαντικές. Και κομεντί. Ομως δεν είναι τίποτα από τα δύο. Απλά ξέρουν ότι θα κόψουν εισιτήρια γιατί οι γυναίκες θέλουν να βλέπουν τον έρωτα φωτογενή, χαριτωμένο και με χάπι εντ και τα αγόρια θα ακολουθήσουν τα κορίτσια σε όποια ταινία αυτά διαλέξουν (τουλάχιστον στα πρώτα ραντεβού). Ομως αυτά τα χολιγουντιανά κλισεδάκια, με ήρωες καλογυμνασμένους ανερχόμενους σταρ και ανυπόφορα (ανυπόφορα) σχηματικά σενάρια, δεν είναι ρομαντικές κομεντί. Δεν μοιράζονται τίποτα από την αβίαστη γοητεία των screwball comedies του 40 και του 50 - όταν οι πανέξυπνοι διαλόγοι έτρεχαν ανάμεσα στο ζευγάρι με ταχύτητες που ζαλιζόσουν από γέλιο κι από έρωτα. Δεν έχουν τη λάμψη κανενός 60ς αρσενικού και καμίας μοιραίας γυναίκας που θα λυγίσει μπροστά στο politically incorrect φλερτ του. Δεν μπορούν ούτε να ακολουθήσουν τις δρασκελιές στα νεοϋρκέζικα πεζοδρόμια των «Νευρικών Εραστών» των 70ς. Και καμία, μα καμία, ποτέ ξανά, δεν μπορεί να είναι το 80ς αριστούργημα που ακούει στο όνομα «Οταν ο Χάρι Γνώρισε τη Σάλι» κι έχει τον Μπίλι Κρίσταλ και την Μεγκ Ράιαν να ερωτεύονται, αφού πρώτα ήταν φίλοι, μέσα από τα αμήχανα και τα ανόητα, τα ανείπωτα και τα βαθιά προσωπικά. Γιατί ποτέ οι γυναίκες και οι άντρες δεν μπορούν να είναι απλά φίλοι.

Στο «What If?» (που έκανε πρεμιέρα στο Τορόντο πέρσι με τον πολύ καλύτερο τίτλο «The F Word», για να έρθει στην Ελλάδα και να μεταφραστεί με τον ακόμα πιο μασημένο «Φίλοι ή Κάτι Παραπάνω;») ο σκηνοθέτης του «Take me Home Tonight» Μάικλ Ντάουζ έχει ένα μεγάλο σύμμαχο: το σενάριο του Ελαν Μαστάι. O Mαστάι βασίζεται σε θεατρικό έργο για να πλάσει, όχι την πιο πρωτότυπη ιστορία του κόσμου, αλλά τουλάχιστον μία έξυπνη ιστορία. Το ζευγάρι του είναι χαριτωμένο αλλά γήινο, οι δευτεροχαρακτήρες ξεπερνούν το γκροτέσκα διακοσμητικό (ο Ανταμ Ντράιβερ είναι ο γνωστός πληθωρικά ζωώδης εαυτός του, αλλά με μια ανατροπή σε ό,τι αφορά την αγάπη), ο κακός αντίζηλος δεν είναι κάθαρμα. Πάνω από όλα, οι διάλογοί τους είναι έξυπνοι, καλογραμμένοι, κάποιος τους έχει ψάξει λίγο παραπάνω με ενδιαφέρον κι αυτό δημιουργεί στιγμές στην ταινία που πάνω τους μοιάζει να αστράφτει ένα μικρό αστέρι.

Ο Ντάνιελ Ράντκλιφ είναι γλυκός, αλλά και απροσδόκητα γοητευτικός στον αυτοσαρκασμό του. Η Ζόι Καζάν είναι το ζαχαρωτά άσχημο κορίτσι της διπλανής πόρτας - κι ας πρόκειται για την εγγονή του Ελία Καζάν. Οι δυο τους πετυχαίνουν κάτι που ξεπερνά την κινηματογραφική σύμβαση και γίνεται πιστευτό: μόνοι τους δεν είναι καν αξιοπρόσεχτοι, όμως μαζί, στο ίδιο δωμάτιο, στην ίδια σκηνή κουμπώνουν, ταιριάζουν, λάμπουν - σε κάνουν να θες να κρυφακούσεις τι σκατά λένε (γιατί μιλάνε για κάποιο λόγο συνέχεια για αυτό). Είναι σαν το ζευγάρι των φίλων σου που κοιτάς δύο θαμπά κομμάτια να κάνουν ένα φωτεινό ολόκληρο.

Οχι, ο Ντάουζ δεν παρέδωσε μία ταινία κλασική και τέλεια. Δεν σκηνοθέτησε μια ρομαντική κομεντί που ξεπερνά το ταμπού του είδους της και θα αναφέρεται στο μέλλον σε λίστες με τις κλασικές ταινίες του αιώνα. Τουλάχιστον όμως μάς έβγαλε ένα ειλικρινές, χαριτωμένο, έξυπνο ραντεβού που δεν προσβάλει την νοημοσύνη μας. Δεν είναι αιώνιος έρωτας, αλλά έχει κερδίσει τη φιλία μας...