Δε θα μάθουμε ποτέ τα ονόματά τους. Δεν έχουν σημασία. Είναι το ηλικιωμένο ζευγάρι της διπλανής πόρτας - οι γονείς του Γκασπάρ Νοέ (λέγεται ότι την ταινία την εμπνεύστηκε μετά από μία περιπέτεια υγείας της μητέρας του) οι γονείς σου, οι γονείς μας. Εκείνος (τον ερμηνεύει ο μάστερ του ιταλικού τρόμου Ντάριο Αρτζέντο) είναι ένας πρώην κινηματογραφιστής που υποφέρει από την καρδιά του, αλλά δεν προσέχει καθόλου. Προσπαθεί να τελειώσει ένα βιβλίο για τη σχέση κινηματογράφου και ονείρων («το σινεμά είναι το όνειρο μέσα σε όνειρο») - κάθεται στην γραφομηχανή του, γράφει δυο γραμμές, αποσπάται, σηκώνεται, παίρνει τηλέφωνα παλιούς συνεργάτες και συζητάει ατέρμονα το θέμα του. Σαν να ζητάει επιβεβαίωση ότι είναι στο σωστό δρόμο. Εκείνη (η συγκλονιστική Φρανσουάζ Λεμπρούν), χάνει συνεχώς το δρόμο. Με ένα σπαρακτικά χαμένο βλέμμα κυκλοφορεί στα δωμάτια του σπιτιού χωρίς να θυμάται γιατί, ή ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματος και περιπλανιέται στη γειτονιά χωρίς προορισμό - μπαίνει σε μαγαζιά χωρίς σκοπό. Το Αλτσχάιμερ έχει καταστρέψει την οντότητα, την αξιοπρέπεια, την ταυτότητά της. Εκείνος ανησυχεί, την αναζητά, βασανίζεται μαζί της. Εκείνη, πρώην ψυχίατρος, συνταγογραφεί (επικίνδυνα) χάπια και για τους δυο τους. Ο μοναχογιός τους, πρώην χρήστης και πατέρας πια κι ο ίδιος, δεν μπορεί να τους βοηθήσει, αλλά ούτε να τους πείσει να μπουν σε γηροκομείο. Εκεί είναι το σπίτι τους, εκεί θα πεθάνουν.

Και μέχρι να πεθάνουν, εμείς θα τους παρακολουθούμε. Αυτό το νέο «βασανιστήριο» ετοίμασε για εμάς το πιο terrible των enfants terribles του γαλλικού σινεμά των τελευταίων δεκαετιών. Κανενός κεφάλι δε θα πολτοποιηθεί με πυροσβεστήρα. Καμία γυναίκα δε θα βιάζεται, σκούζοντας, σε ένα ακίνητο πλάνο 6 λεπτών. Κανένα ζευγάρι δε θα κάνει πραγματικό σεξ στην οθόνη. Κανείς δε θα χύσει σε 3D. Κανένας δε θα σφάξει ένα άλογο και θα το κομματιάσει μπροστά στα αποτροπιασμένα μάτια μας.

Οχι. Εδώ το σοκ δε βιώνεται ως ουρλιαχτό, αλλά σαν ψίθυρος. Σαν το θόρυβο που κάνει το χνώτο των ηλικιωμένων στις κλειστοφοβικές γεροντικές κρεβατοκάμαρες. Σαν το ροχαλητό του παππού, ή το σούρσιμο των ποδιών της γιαγιάς στο παρκέ.

Η πλοκή δικαιωμάτικά θυμίζει την (αριστουργηματική) «Αγάπη» του Μίκαελ Χάνεκε. Ομως ο αυστριακός μάστερ φιλοτέχνησε ένα ποίημα. Ο Νοέ προτίμησε κάτι πιο ωμό, ακόμα πιο σκοτεινό, ακόμα πιο βασανιστικό. Και το έκανε, θα έλεγε κανείς, ως ευθεία απάντηση στον Χάνεκε: όχι, μπροστά στα γηρατειά, την αρρώστια, το θάνατο, η αγάπη δεν φτάνει.

Για αυτό και χωρίζει την οθόνη στα δύο. Εκείνος θα είναι στο ένα κάδρο, εκείνη θα είναι στο άλλο. Ακόμα κι όταν ξαπλώνουν στο ίδιο κρεβάτι, ή καθονται στον ίδιο καναπέ. Δεν είναι πια ζευγάρι. Η φθορά του χρόνου, ο εκφυλισμός της αρρώστιας, ο θάνατος που παραμονεύει, τούς έχει αφήσει μόνους. Φευγαλέες στιγμές τρυφερότητας, κάνουν τη διαπίστωση αυτή ακόμα πιο επώδυνη.

Ο Νοέ τους κινηματογραφεί με κάμερα στο χέρι και τους εγκλωβίζει στα παραλληλόγραμμα του split screen, όσο ο διευθυντής φωτογραφίας του, Mπενουά Ντεμπί, τα κάνει να μοιάζουν με φέρετρα. Από τη στιγμή που ξυπνούν το πρωί, μέχρι να πέσουν για ύπνο ξανά το βράδυ, η καθημερινότητά τους είναι αποπνικτική, ακίνητη, Μία ευθεία γραμμή αναμονής για το τέλος. Η μόνη δράση συμβαίνει όταν ο γιος επισκέπτεται και προσπαθεί να παρέμβει, αλλά το γεροντικό πείσμα νικά κάθε αντίσταση, η παρουσία του τους αναστατώνει περισσότερο, και τελικά όλοι λυγίζουν.

Περισσότερο από όλους εμείς. Που παρακολουθούμε αυτό το πείραμα, σχεδόν σε real time, βουλιάζοντας όλο και περισσότερο στην πικρή θέα της θνησιμότητας. Αυτό δε θα ήταν πρόβλημα. Το σινεμά μπορεί να είναι ο εφιάλτης μέσα στο όνειρο κι αυτό είναι αποδεκτό. Στο σινεμά δεν πάει κανείς (μόνο) για να ψυχαγωγηθεί. Αλλά για να ανοίξει έναν διάλογο με τον σκηνοθέτη και τον εαυτό του. Μόνο που εδώ, ο Νοέ δεν έχει κάτι να προσθέσει στη διαλογική περί θανάτου. Απλώς επιλέγει να μάς τον δείξει αργά και τυραννικά. Με σκηνές μη-δράσης και αυτοσχέδιους διαλόγους που δεν λειτουργούν πάντα (ο Αρτζέντο μοιάζει περισσότερο να ψάχνει τα γαλλικά του για να εκφραστεί σωστά, παρά ότι τα έχει χάσει λόγω ηλικίας).

Ενα σαδιστικό slow motion προς το αναπόφευκτο τέλος, που, αν δεν σε ρουφήξει στο vortex του κινηματογραφικού ευρήματος της παράλληλης κινηματογράφησης, θα σε πετάξει εκτός - από την αρχή.