Το 1928 δημοσιεύεται στη Βρετανία το «Ορλάντο», που παρακολουθεί τον αθάνατο βίο και την ταραχώδη πολιτεία ενός αμφίφυλου ανθρώπου από τα χρόνια του ως νεαρού ευγενή του ελισαβετιανού Λονδίνου μέχρι τη δράση του ως χειραφετημένη γυναίκα των αρχών του 20ου αιώνα. Η αλληγορική ψευδοβιογραφία, γραμμένη στο απόγειο της συγγραφικής καριέρας της Βιρτζίνια Γουλφ, θα γίνει και η μεγαλύτερη επιτυχία της. Τιμή για την Βίτα Σάκβιλ-Γουέστ, την ονομαστή ποιήτρια, σχεδιάστρια κήπων και κοσμική της υψηλής λονδρέζικης κοινωνίας του μεσοπολέμου που ενέπνευσε την Γουλφ σε τούτο το λογοτεχνικό άλμα.

Η ταινία της δευτεροεμφανιζόμενης Τσάνια Μπάτον, που συνυπογράφει και το σενάριο μαζί με την θεατρική συγγραφέα Αϊλίν Ατκινς, εντρυφά στους σταθμούς αυτής της έμπνευσης και εμψυχώνει τη σχέση ανάμεσα στις δύο γυναίκες χρησιμοποιώντας σαν βάση αποσπάσματα από την πολυετή αλληλογραφία τους. Σχέση εξ αποστάσεως πόθου αρχικά, πάθους ψυχικού τε και σωματικού στη συνέχεια. Παράτολμο αρπαχτικό, η Βίτα αψηφά κάθε κοινωνική σύμβαση, μαζί και τις προειδοποιήσεις του αμφιφυλόφιλου διπλωμάτη συζύγου της, και τη φλερτάρει στα ίσα. Εσωστρεφής και καταπιεσμένη σεξουαλικά, η Βιρτζίνια διστάζει αλλά ενδίδει τελικά, παρά τις επιφυλάξεις του συγγενικού τις περίγυρου και του μόνιμα αφοσιωμένου άντρα της.

Για την χαμαιλεόντια θαρρείς Βίτα, είναι μια κατάκτηση ζωογόνα και εμβληματική, που δεν αποκλείει πάντως άλλες περιστασιακές εξορμήσεις. Για την Βιρτζίνια, είναι μια απελευθέρωση, που όμως συνεπάγεται μια άλλου τύπου σκλαβιά. Τον τόνο στις διακυμάνσεις της σχέσης αυτής δίνουν συγκεκριμένες αισθητικές επιλογές. Ψηφιακά φυτά φυτρώνουν από πατώματα και αντικείμενα όσο η σεξουαλικότητα της Βιρτζίνια αποσυμπιέζεται. Ηλεκτρονική μουσική υπογραμμίζει τη διαχρονικότητα των θεμάτων και των χαρακτήρων κρατώντας κόντρα στον ακαδημαϊσμό. Θαμπά κοντινά σε ανφάς έχουν τις ηρωίδες να εκφέρουν αποσπάσματα των γραμμάτων τους, με μονάχα τα χείλη τους σε focus.

Τρικ νόστιμα μεν αλλά προφανή και ενίοτε επεξηγηματικά, που δεν αρκούν να κάνουν το σύνολο να ξεφύγει από τα στάνταρ μιας ευπρεπέστατης βιογραφίας τηλεοπτικής κοπής. Δύο πράγματα, ωστόσο, αξίζει εδώ να ξεχωρίσει κανείς: την παντελή έλλειψη κάποιου καταγγελτικού τόνου για τα ταμπού της εποχής (παρότι είμαστε στην «κουμπωμένη» Αγγλία του ’20, κι όχι στο ξέφρενο Παρίσι των ίδιων χρόνων), ώστε το δράμα να επικεντρωθεί στην ψυχολογία μιας πολύ συγκεκριμένης κοινωνικής εντροπίας· και την ερμηνευτική δυναμική της Αυστραλής Ελίζαμπεθ Ντεμπίκι («Φύλακες του Γαλαξία 2», «Χήρες»), η οποία εκπέμπει την ευπάθεια και μαζί τις άμυνες της Βιρτζίνια Γουλφ με τρόπο συναρπαστικό.