Αρχικά τουλάχιστον, η «Ληστεία της Μαφίας» δεν δείχνει να κάνει τα πράγματα λάθος. Δίνει σωστά έμφαση στους χαρακτήρες, αποτυπώνει επαρκώς την ατμόσφαιρα ανομίας της εποχής (μεταφέροντας στη ρετρό εικόνα της όλες τις λεκτικές, ιστορικές πληροφορίες με τις οποίες ξεκινά), περιέχει ανατροπές που κάνουν την αφήγησή της απρόβλεπτη (αν και θεματικά γνώριμη) και δεν εμφανίζει τάσεις μεγαλείου, εστιάζοντας στις μικρές, φαινομενικά αδιάφορες λεπτομέρειες (απόφαση σωστή, δεδομένου του περιορισμένου προϋπολογισμού της παραγωγής).
Εξάλλου, η ιστορία δύο μικροεγκληματιών στο Ρόουντ Αϊλαντ, οι οποίοι το 1975 αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν τη μεγαλύτερη ληστεία στην ιστορία της Αμερικής, κλέβοντας πάνω από 30 εκατομμύρια δολάρια από τη Μαφία, πέρα από τις προφανείς φιλοδοξίες της, είναι ακριβώς αυτό: μια χαμηλότονη, παράδοξη ιστορία που απλώς κατέληξε να έχει συνέπειες μεγατόνων, αλλάζοντας τελικά την αντιμετώπιση της Πολιτείας απέναντι στο οργανωμένο έγκλημα.
Για αυτό και ο ΝτεΝούτσι εστιάζει από την αρχή στη σχέση ανάμεσα στον Ντους του Θίο Ρόσι και τον Τσάκι του Κλάιβ Στάντεν, αναπτύσσοντας τη φιλία τους, αναλύοντας τη θέση τους στην κοινωνία της εποχής και προσπαθώντας με συνέπεια να στοιχειοθετήσει το γεγονός ότι, παρά τη ροπή τους στην εγκληματικότητα, οι δυο τους παρέμεναν δύο νέοι που κυνηγούσαν απλώς το όνειρο και την επιτυχία, κάνοντας μόνο αυτό που μπορούσαν να κάνουν.
Ως αποτέλεσμα, η αφήγηση ποτέ δεν βαραίνει υπέρμετρα. Η «Ληστεία της Μαφίας» δεν είναι ούτε γκανγκστερικό έπος, ούτε μια ιστορία μαφιόζικων αναμετρήσεων (αν και οι Τσαζ Παλμιντέρι και Ντον Τζόνσον μοιάζουν να νομίζουν ότι παίζουν σε μια τέτοια ταινία). Αντιθέτως, κάθε φορά που η βία αποτυπώνεται στην οθόνη, αυτό προκαλεί την έκπληξη, την αντίδραση, ακόμα και τον τρόμο των πρωταγωνιστών, κάτι που ο ΝτεΝούτσι δείχνει να απολαμβάνει να αποτυπώνει στο φακό.
Για τον Ντους και τον Τσάκι, η «μεγάλη κομπίνα» είναι απλώς ένα δυνατό παιχνίδι, η ευκαιρία να παίξουν επιτέλους με τους «μεγάλους». Η παρουσία της Μαφίας είναι κάτι που νιώθουν αλλά ακόμα δεν έχουν τολμήσει να πλησιάσουν. Υπάρχει μια αφέλεια στον τρόπο που αντιμετωπίζουν τα πράγματα και ο ΝτεΝούτσι καταφέρνει να την αποτυπώσει με ρομαντισμό και αγνή άγνοια κινδύνου.
Αυτό άλλωστε είναι και το πιο δυνατό στοιχείο της αφήγησης: η εξιδανίκευση ενός εγκλήματος και η εσφαλμένη άποψη ότι «όλα είναι εύκολα». Οταν όμως αναπόφευκτα η ιστορία καταφεύγει στις ιστορικά καταγεγραμμένες, αν και θολά ορισμένες, εγκληματικές πράξεις, η φωνή της ταινίας δεν είναι το ίδιο σαφής. Η «Ληστεία της Μαφίας» χάνει το ρυθμό της, χάνει τους πρωταγωνιστές της, χάνει την ικανότητά της να αφηγείται μια ιστορία που μοιάζει όντως αληθινή.
Γιατί από την μέση και μετά, ο ΝτεΝούτσι μοιάζει να παραδίδεται στις ευκολίες, να καταφεύγει στα κλισέ ενός crime movie και να αγνοεί επιδεικτικά όλα όσα έχουν χτίσει συναισθηματικά μέχρι τότε οι ήρωές του, για να μεταδώσει ετεροχρονισμένο σασπένς σε μια αφήγηση που δεν το έχει καν ανάγκη. Η «Ληστεία της Μαφίας» μετατρέπεται από απρόσμενα γλυκόπικρο heist movie σε γενικόλογο μαφιόζικο φιλμ, υποκύπτοντας στην πίεση να εναρμονιστεί με την ιστορική πραγματικότητα και να πει μια ιστορία που, ενώ οι τίτλοι αρχής και τέλους οριοθετούν με σαφήνεια, το ενδιάμεσο αποδεικνύει ότι η «κινηματογραφική αλήθεια» βρίσκεται τελικά αλλού.
Ισως για αυτό και το τελικό αποτέλεσμα να προκύπτει τόσο χλιαρό. Η θέρμη της αρχής σταδιακά δίνει τη θέση της σε μια διαδικαστική ψυχρότητα, που στερεί από την ταινία κάθε αίσθηση επιτυχίας από τις σωστές κατευθύνσεις που αρχικά τουλάχιστον δείχνει ότι πρόκειται να ακολουθήσει. Ο ελληνικός τίτλος του, μέσα στη γενικότητά του, είναι τελικά και απόλυτα ειλικρινής. Στην τελική, αυτή είναι απλώς μια ακόμη «ληστεία της μαφίας».