Σίγουρος ότι κάπου το έχεις ξαναδεί (και όχι απαραίτητα μόνο στον «Σοφέρ της Κυρίας Ντέιζι» ή το «The Green Book»), το σεναριακό τέχνασμα του οδηγού και του επιβάτη που από δύο τελείως διαφορετικές οπτικές καταλήγουν να βλέπουν το «ίδιο πράγμα» είναι πάντα πετυχημένο. Αρκεί οι δύο πρωταγωνιστές της διαδρομής να είναι σωστά επιλεγμένοι και να διαφέρουν όσο ο Μόργκαν Φρίμαν από την Τζέσικα Τάντι, όσο ο Βίγκο Μόρτενσεν από τον Μαχερσάλα Αλί και όσο ο Ντάνι Μπουν από την Λιν Ρένο.

Η τελευταία στα 92 της χρόνια βρίσκεται στην πίσω θέση ενός ταξί, αλλά στην πραγματικότητα είναι η ψυχή μιας ταινίας που μοιάζει άδικα διχοτομημένη στα δύο και κυρίως αδικαιολόγητα μελοδραματική και «εύκολη», εκεί που κανονικά θα μπορούσε να κρατήσει τη συγκίνηση και το γέλιο στη σωστή μοιρασιά που θα ταίριαζε σε μια, ας την πούμε, κοινωνική κομεντί για όλες τις ηλικίες…

Η ιστορία ξεκινάει στο Παρίσι του σήμερα, όταν ένας ταξιτζής που προσπαθεί μάλλον μάταια να οργανώσει το χάος της επαγγελματικής, οικογενειακής και προσωπικής του ζωής καλείται να μεταφέρει μια ηλικιωμένη γυναίκα από το σπίτι της λίγο έξω από το Παρίσι. Τη συναντά με μια βαλίτσα, σαν να φεύγει για πάντα από εκεί, αλλά πριν φτάσουν στον προορισμό τους, αυτή του ζητάει να περάσουν από όλα τα μέρη στα οποία έζησε. Οι μνήμες ενός σκοτεινού παρελθόντος ξυπνούν, ενώ ταυτόχρονα ο ταξιτζής αρχίζει να μπαίνει στο παιχνίδι μιας υπαρξιακής αναζήτησης για το τι τελικά έχει πραγματική σημασία στη ζωή.

Το κομμάτι του παρόντος είναι μια ταινία που χαίρεσαι να την παρακολουθείς, ακόμη και όταν όλες οι σκηνές είναι προβλέψιμες και εξαιρετικά στρογγυλεμένες ώστε να μην προκαλούν περισσότερο από όσο «για όλη την οικογένεια». Καθοριστικός παράγοντας η Λιν Ρένο, στην ίσως καλύτερη - και σίγουρα πιο γενναιόδωρη και θαρραλέα - ever ερμηνεία της στο σινεμά, αφού κάθε της λέξη, βλέμμα και κίνηση μοιάζει να πηγάζει από την προσωπική της αγωνία για το χρόνο που τελειώνει και το παρελθόν που στοιχειώνει. Απέναντι της, ο Ντάνι Μπουν, σε κόντρα ρόλο, καταφέρνει να επιδείξει δραματικές αυξομειώσεις, στην πιο αβανταδόρικη εμφάνιση του τελευταία στο σινεμά. Μαζί, σαν δύο παιδιά που το Παρίσι τους ανήκει, γίνονται για αρκετή ώρα συνοδοιπόροι σε μια «όμορφη κούρσα» όπως είναι και ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας.

Αυτά για την μισή ταινία, γιατί η άλλη μισή αφιερώνεται στο παρελθόν της πρωταγωνίστριας, με μια ιστορία που ναι μεν δένει δραματικά το παρόν, αλλά η απεικόνιση της γίνεται με όρους βαριά μελοδραματικούς (που πασχίζουν επιδερμικά να κάνουν την ιστορία ένα σύγχρονο κατηγορώ για την πατριαρχία του παρελθόντος) συμπαρασύροντας και τη συγκίνηση του παρόντος σε μια μπερδεμένη, γλυκιά μεν και αν όχι γραφική, σίγουρα στερεοτυπική, αλλά και εύκολη τελικά διαδρομή με πολύ συγκινητικό φινάλε και μια δυο (όχι παραπάνω) αφορμές για να σκεφτείς και τη δική σου απόσταση από τον νεαρό εαυτό σου στο σήμερα.