Στην πρώτη της ταινία, το «Μια Νέα Γυναίκα», με πρωταγωνίστρια-αποκάλυψη, τότε, τη Λετισιά Ντος, η Γαλλίδα Λεονόρ Σεράιγ έφτιαξε το πορτρέτο μιας ηρωίδας που προσπαθεί ν' αντλήσει ζωή από τη μητροπολιτική ζούγκλα. Το νέο της φιλμ, στο Διαγωνιστικό τμήμα του περσινού Φεστιβάλ Καννών, έχει την ίδια αγωνία στην καρδιά, αλλά με εντελώς διαφορετικό περιτύλιγμα.
Δεκαετία του '80, η Ροζ, μια γυναίκα όμορφη, ψιλόλιγνη, γεμάτη ενέργεια, έχει αφήσει πίσω της την πατρίδα της, την Ακτή Ελεφαντοστού, μαζί και δυο από τους τέσσερις γιους της (και τον απόντα πατέρα τους) κι έχει εγκατασταθεί στο Παρίσι με τους άλλους δύο, τον έφηβο Ζαν και τον μικρούλη Ερνέστ. Παρά τις δυσκολίες που έχει ν' αντιμετωπίσει (τη φιλοξενία σε μια αυστηρή, επικριτική συμπατριώτισσα, τη δουλειά της καθαρίστριας σε ξενοδοχεία και ξένα σπίτια, το μεγάλωμα των δυο ανήσυχων παιδιών), η Ροζ θέλει να ζήσει (και) τη ζωή της. Δυναμική και λαμπερή, ακολουθεί σχέσεις κι ερωτικούς συντρόφους, αντιστέκεται στη δυστυχία, απορρίπτει το «προξενιό» με τον... Ιούλιο Καίσαρα, τον ωραίο και πετυχημένο της κοινότητας, τραβά το δικό της μονοπάτι.
Η Σεράιγ δομεί την ταινία της σε τρία μέρη, το καθένα με το όνομα του ήρωα που αδειάζει τις αποσκευές του στην οθόνη. Το πρώτο μέρος, της «Ροζ», είναι και το πιο συναρπαστικό. Το πορτρέτο μιας νέας γυναίκας, ξανά, μιας μετανάστριας που βγαίνει από το δυτικότροπο στερεότυπο, που αγκαλιάζει τη ζωή κι αγωνίζεται όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να γευτεί τις εμπειρίες που της προσφέρονται, χωρίς στιγμή ν' απαρνιέται το ρόλο της μάνας, της προστάτη. Τα δύο επόμενα μέρη, του «Ζαν» και του «Ερνέστ» ξετυλίγονται τόσο πιο αδύναμα. Καθώς τα χρόνια περνούν κι η οικογένεια, μοιραία, διασπάται, οι χαρακτήρες αποδεικνύονται πιο διάτρητα γραμμένοι, ενώ σεναριακά κενά κι ελλείψεις κατεβάζουν, εκτός από τη δύναμη της ταινίας και την πειστικότητά της.
Η πρωταγωνίστρια, Αναμπέλ Λενγκρόν, είναι μια φιγούρα και μια ερμηνεία σχεδόν «κασσαβετική», που μένει στη μνήμη περισσότερο από το σύνολο της ταινίας. Ανθρωπισμός, δικαίωμα στην ευτυχία, δεσμοί αίματος κι ανατροπή παραδόσεων, τα συστατικά της Σεράιγ έχουν ψυχή κι επικαιρότητα, αλλά με κάθε νέο ανθρώπινο «κεφάλαιο», όλο και περισσότερο εξασθενούν στη διατύπωση ή εγκλωβίζονται σε, αταίριαστα με τη δημιουργικότητα της σκηνοθέτη, στερεότυπα.