Οταν κυκλοφόρησε στις αίθουσες η ταινία «Ευχούληδες», πίσω στο 2016, βασισμένη στα μικρά πολύχρωμα αναμαλλιασμένα ξωτικά που έκαναν θραύση στην δεκαετία του '90, ήταν σαφές από την πρώτη στιγμή πως ο μοναδικός λόγος ύπαρξής της ήταν μια καλά προγραμματισμένη κίνηση για την προώθηση παιχνιδιών με την μορφή μιας αδιάφορης, σχηματικής και απλοϊκής μουσικής περιπέτειας κινουμένων σχεδίων, με το μόνο ίσως που άξιζε από την ταινία να είναι το «Can’t Stop the Feeling» του Τζάστιν Τίμπερλεϊκ.
Τέσσερα χρόνια μετά έρχεται ένα σίκουελ το οποίο φιλοδοξεί να ξεπεράσει την μετριότητα του πρώτου μεγαλώνοντας τα πάντα σε μέγεθος, αλλά το μόνο που καταφέρνει είναι να ξεμείνει γρήγορα από πρωτοτυπία και ενδιαφέρον.
Η Πόπη και ο Μπραντς (από το πρώτο φιλμ) ανακαλύπτουν πως η φυλή τους είναι μόλις μία από τις έξι φυλές των Ευχούληδων, οι οποίες είναι διασκορπισμένες σε έξι διαφορετικές τοποθεσίες και που η καθεμία τους είναι αφιερωμένη σε ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής: Φανκ, Κάντρι, Τέκνο, Κλασική, Ποπ και Ροκ. Ενα μέλος της αριστοκρατίας του σκληρού ροκ, όμως, η βασίλισσα Μπαρμπ με την βοήθεια του πατέρα της, του βασιλιά, θέλουν να καταστρέψουν όλα τα υπόλοιπα είδη μουσικής και να επιβάλλουν την κυριαρχία του ροκ. Η μοίρα του κόσμου τους βρίσκεται σε κίνδυνο, όμως η Πόπη και ο Μπράντς, μαζί με τους φίλους τους – θα επισκεφτούν μακρινούς τόπους για να ενώσουν όλους τους Ευχούληδες ενάντια στην Μπάρμπ.
Αν η πρώτη ταινία έμοιαζε σαν μια εμπειρία που μόνο επιληψία δεν προκαλούσε από τις έντονα πολύχρωμες σκηνές της συραμμένες με έναν ιδιόμορφο μουσικό τρόπο πάνω σε ένα γεμάτο στα γκλίτερ και κομφετί περιτύλιγμα, τότε η δεύτερη μοιάζει από την αρχή μέχρι το τέλος σαν ένα LSD τριπάκι που πάει στραβά. Τα πάντα φαίνεται σαν να βρίσκονται στην τροχιά μιας αχρείαστης υπερκινητικότητας, με τον ένα νέο πολύχρωμο χαρακτήρα να διαδέχεται τον άλλον άλλον (αλλά και τη μια αδιάφορη πλοκή πίσω από την άλλη), σε σκηνές που βρίθουν από έναν υπέρμετρο σουρεαλισμό (μερικές από αυτές σίγουρα θα σε κάνουν να αναρωτηθείς τι είδες μόλις τώρα) και που προσπαθούν να πατήσουν με το έτσι θέλω πάνω σε ένα σενάριο που μπαίνει γρήγορα σε αυτόματο πιλότο μιας και με το ζόρι προσπαθεί να διαχειριστεί το πλήθος όσων έχει ήδη συστήσει - φυσικό όταν το σενάριο υπογράφουν πέντε σεναριογράφοι και τη σκηνοθεσία δυο σκηνοθέτες οι οποίοι χτίζουν, άθελά τους, ένα δικό τους μουσικό Πύργο της Βαβέλ.
Φορώντας για άλλη μια φορά ως σημαία τους την μουσική και τα διάφορα είδη της, οι «Ευχούληδες» προσπαθούν να μιλήσουν στους μικρούς θεατές για την σπουδαιότητα της διαφορετικότητας αλλά και της αποδοχής και της ισότητας, μόνο που το κάνουν με έναν τελείως ανέμπνευστο και κλισέ τρόπο, φωνάζοντας όσο πιο δυνατά μπορούν τα μηνύματα που θέλουν να περάσουν. Από την άλλη, όλο αυτό μουσικό mashup διαφόρων ειδών, το οποίο διασχίζει την «5η του Μπετόβεν» και το «Gangnam Style» μέχρι και το «Wannabe» και το «Barracuda», μοιάζει σαν μια απίστευτη κακοφωνία.
Οι ελάχιστες αρετές της ταινίας έρχονται με την μορφή ιδιαίτερων χιουμοριστικών στιγμών, με κάποια από τα αστεία να διαθέτουν την ακριβή δόση τρέλας που χρειάζεται για να βρουν εύκολα το στόχο τους, κυρίως στο πιο ενήλικο κοινό. Ομως οι «Ευχούληδες» δεν απογειώνονται ποτέ από την μετριότητα και, κυρίως, δεν καταφέρνουν να διασκεδάσουν μέσα από την μουσική του και την ιστορία που θέλουν να πουν. Αν η μουσική ενώνει τον κόσμο τότε αυτή η ταινία σίγουρα δεν έχει πιάσει το νόημα.