Κινηματογραφικοί ήρωες ακόμη και χωρίς τη θέλησή τους, ο γλύπτης Μέμος Μακρής και η χαράκτρια Ζιζή Μακρή θα μπορούσαν να γεμίσουν ατέλειωτες ώρες τεκμηρίωσης (αλλά και μυθοπλασίας) με τη ζωή που έζησαν, εντός και εκτός συνόρων, εντός κι εκτός φυλακών, εντός κι εκτός των χώρων στις οποίες ανέκαθεν δεν χωρούσαν οι καλλιτέχνες.

Ζευγάρι στη ζωή αλλά κυρίως και στη σκέψη, και οι δυο τους υπήρξαν συνοδοιπόροι σε ταξίδια, ηθελημένα κι αυτά και μη, που συντάχθηκαν με τις καλλιτεχνικές τους αναζητήσεις, φέρνοντάς τους τελικά μάρτυρες μιας συναρπαστικής όσο και μαρτυρικής διαδρομής που είχε για σταθμούς την Πάτρα, την Αθήνα, το Παρίσι, τη Βουδαπέστη, με σημαντικότερο το βλέμμα πάνω στην ψευδαίσθηση του υπαρκτού σοσιαλισμού και την ματαίωση των αγώνων μιας ολόκληρης ζωής.

Ισως γι’ αυτό και ο Τίμωνας Κουλμάσης επιχειρεί κάτι πολύ πετυχημένο στην τιτλοφορούμενη «Το Βράδυ Υποχωρεί» αφιέρωση που κάνει στους δύο καλλιτέχνες. Αποκολλάται από την εξαντλητικά τεκμηριωμένη αφήγηση της κοινής τους ζωής και μένει προσκολλημένος στη δική τους φωνή και σοφά στον περιβάλλοντα χώρο που ειδικά στην περίπτωση των Μακρή ήταν ένας κόσμος πάνω σε διαρκείς συνθήκες αλλαγής - πρώτη ύλη δύσκολη σαν αυτή που άρεσε στον Μακρή να σφυρηλατεί αλλάζοντάς τους μορφή και στην Ζιζή Μακρή να συνθέτει από την αρχή ως ένα ψηφιδωτό φτιαγμένο από εμπειρία, πολιτική και γνώση της ζωής.

Με υλικό από τη ζωή τους, τις φωνές τους να διασχίζουν τις δεκαετίες, μόνο λίγα αλλά σημαντικά για την ιστορία τους talking heads που δίνουν τη διάσταση των «άλλων» και αρχειακό υλικό από διαφορετικές πηγές και μέσα (με μια εναλλαγή φορμά που δίνει γλαφυρά τη διάσταση της Ιστορίας), ο Κουλμάσης φτιάχνει ένα παλίμψηστο μιας ολόκληρης εποχής που ξεκινάει ουσιαστικά από τα μέσα του 1940 στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι, βρίσκει τους Μακρή εξόριστους από το Παρίσι στην Βουδαπέστη, καθώς γίνονται μάρτυρες «και από τις δύο πλευρές του Σιδηρούν Παραπετάσματος», όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά μέσα στο ντοκιμαντέρ, όλων των μεγάλων γεγονότων που όρισαν την πτώση του κομμουνισμού το 1989.

Μέσα στα 70 του λεπτά, το «Βράδυ Υποχωρεί» δεν συστήνει μόνο δύο καλλιτέχνες, όχι ακριβώς γνωστούς σε ένα ευρύτερο κοινό - ειδικά για την περίπτωση της Ζιζής Μάκρη - αλλά τους επανατοποθετεί ως χαρακτηριστικά δείγματα καλλιτεχνών που έμειναν πιστοί στα πιστεύω τους, κάνοντας τόσο την ορμή όσο και την απογοήτευσή τους τέχνη. Ταυτόχρονα, ανοίγεται σε θεματικές όπως αυτές των εννοιών της «στρατευμένης» τέχνης, της τέχνης που προσπαθεί να αλλάξει (καλυτερεύοντας) τον κόσμο, της σχέση της τέχνης με την εξουσία, κρατώντας πάντα στο κέντρο μια ιστορία αγάπης φτιαγμένη σαν ένα μικρό ημερολόγιο γραμμένο άλλοτε στο επίκεντρο και άλλοτε στο περιθώριο της μεγάλης Ιστορίας.