Ο ενθουσιασμός αυτού εδώ του «Thor» είναι μεταδοτικός: ο Τάικα Γουαϊτίτι, με το απλόχερο κέφι και τη γιόλο κοσμοθεωρία που ξέρουμε ότι έχει από το «What We Do in the Shadows», βάζει τον (υπερ)ήρωά του να καταδιασκεδάζει τον σώμα με σώμα αγώνα για τη σωτηρία του πλανήτη (του) και μαζί του, από κεκτημένη ταχύτητα και ανεμελιά, διασκεδάζουμε κι εμείς με την έντιμη σάχλα του.
Αυτή τη φορά, ο Thor, που εν τω μεταξύ βρίσκεται ξανά ορφανός, ξανά φυλακισμένος, μονομαχεί σε αρένα (με τον Hulk, μάλιστα), κάνει και λίγο φλερτ στη σύγχρονη μεγαλούπολη, είναι αναγκασμένος να συνεργαστεί με τον φευγαλέο Λόκι, εναντίον της αδελφής που δεν ήξεραν ότι είχαν, της Χέλα, προτού εκείνη καταστρέψει για πάντα το Ασγκαρντιανό σύμπαν. Στην περιπέτειά του, συναντά από τον Τζεφ Γκόλντμπλαμ ως disco queen μονάρχη και τον Μπένεντικτ Κάμπερμπατς ως Doctor Strange, μέχρι τον Μπρους Μπάνερ (μετά την αρένα), σε μια από τις πιο γλυκές στιγμές buddy movie του υπερηρωικού σύμπαντος.
Τα εφέ είναι για γέλια - όχι μεταφορικά, αλλά κυριολεκτικά: είναι φτιαγμένα με το μονοδιάστατο κιτς και τα απόλυτα χρώματα μιας αμερικανικής κωμωδίας του '80, οι κακοί της ιστορίας είναι τόσο χαζοχαρούμενα ποπ ή γκοθ που απλώς θέλεις να τους κάνεις παρέα, ενώ ο Κρις Χέμσγουερθ και το σφυρί του αυτοσαρκάζονται διαρκώς, όσο ο Deadpool, αλλά χωρίς το σέξινες, μόνο με αγορίστικη αθωότητα.
Το «Thor: Ragnarok» είναι τόσο παιχνιδιάρικα πλακατζίδικο, που νομίζει κανείς ότι βλέπει παρωδία του SNL για το «Thor: Ragnarok». Την ίδια στιγμή, έχει τη συγκινητική ορμή ενός rock anthem του '80, σε ανεβάζει, σου τινάζει τη χαίτη και σε θέλει με τα χέρια σηκωμένα να ενθαρρύνεις το συναίσθημα.