Υπάρχει κάτι το απίστευτα μεταδοτικό στο «Thor: Love and Thunder» του Τάικα Γουαϊτίτι, την τέταρτη ταινία του μυθολογικού Θεού με το σφυρί.
Είναι αυτός ο ενθουσιασμός και το απρόσμενο κέφι του Τάικα Γουαϊτίτι, σε ίδιες, μπορεί και μεγαλύτερες, δόσεις κι από την προηγούμενή ταινία της σειράς, το «Thor Ragnarok», εδώ στον απόλυτο συνδυασμό του πάθους μιας φαντασμαγορικής ροκ συναυλίας η οποία, σαν τον κεραυνό του Θορ, ηλεκτρίζει όλο σου το σώμα και δεν σταματά να σε γεμίζει ενέργεια από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο λεπτό και μιας γιορτής χρωμάτων και ήχων που δεν σε αφήνουν στιγμή αδιάφορο,
Είναι αυτή η μαγεία λοιπόν μια από τις δυο κινητήριες δυνάμεις της ταινίας του Τάικα Γουαϊτίτι. Η άλλη; Μα φυσικά, όπως και σε κάθε ταινία του αγαπημένου μας κατάξανθου Ασκγαρντιανού Θεού, η αγάπη.
Ο Θορ διανύει μια περίοδο πολύ διαφορετική σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη στο παρελθόν: αυτή τη φορά αναζητά την εσωτερική γαλήνη. Η απόσυρσή του διακόπτεται από έναν γαλαξιακό φονιά γνωστό ως Γκορ, ο οποίος επιδιώκει την εξαφάνιση των Θεών. Για να αντιμετωπίσει την απειλή, ο Θορ ζητά τη βοήθεια της Βαλκυρίας, του Κοργκ και της πρώην φίλης του, Τζέιν Φόστερ, η οποία - προς έκπληξη του Θορ - χειρίζεται ανεξήγητα καλά το μαγικό σφυρί του, Μγιόλνιρ, ως Mighty Thor. Μαζί, ξεκινούν μια κοσμική περιπέτεια για να αποκαλύψουν το μυστήριο πίσω από την εκδίκηση του Γκορ και να τον σταματήσουν πριν να είναι πολύ αργά.
Ο Γουαϊτίτι παίρνει ως βάση την προηγούμενή του ταινία, με όλο το στιλ, τον αυτοσαρκαστικό της χαρακτήρα και την στις αποχρώσεις του φούξια αναμελιά της ως κύρια χαρακτηριστικά, και χτίζει μέσω αυτής μια ολοκαίνουργια διαστημική όπερα. Η χρωματική παλέτα παραμένει έντονη με αρκετά '80s αισθητική, η οποία συνεχίζει να δίνει στην ταινία την ταυτότητά της, με τους συνδυασμούς σε στιγμές να προκαλούν επιληψία. Και αυτή είναι η παιχνιδιάρικη πλευρά της ταινίας. Γιατί υπάρχει και η άλλη, η πιο ευαίσθητη και, σε στιγμές, πιο σκοτεινή πλευρά της, αν και με έναν πολύ crowd pleasing τρόπο.
Η ταινία, όπως αποκαλύπτει και ο τίτλος της, μιλά για την αγάπη, σε όλες της τις μορφές. Ο Γουαϊτίτι σκηνοθετεί τη δύναμή της με θέρμη και ένταση, κυρίως όσον αφορά τη σχέση του Θορ με τους φίλους του αλλά και με την Τζέιν Φόστερ, η οποία κάνει τη δυναμική της επιστροφή - Νάταλι Πόρτμαν δεν μας απογοήτευσες ποτέ - ως Mighty Thor. Μαζί σκιαγραφείται και το σκοτάδι, το κενό και η αβάσταχτη μοναξιά που νιώθει κάποιος από την απώλεια και την απουσία της αγάπης.
Πράγμα που μας φέρνει στον νέο κακό, Γκορ, τον Σφαγέα των Θεών.
Ο Γκορ παρουσιάζεται σαν το «τέρας» της κατάθλιψης, της απομόνωσης και του πόνου με τον Γουαϊτίτι, μέσω μερικών έξυπνων και εντυπωσιακών οπτικών στιγμών, να στραγγίζει τα πλάνα του από χρώμα και φως κάθε φορά που αυτός κάνει την εμφάνισή του, δημιουργώντας έτσι μια ασπρόμαυρη, σκοτεινή ατμόσφαιρα που διασχίζει όλη την «παλέτα» του κακού καταλήγοντας μέχρι τον ίδιο τον Θάνατο.
Το άνοιγμα της ταινίας, που μπορεί να είναι και ένα από τα πιο σκοτεινά του MCU, δίνει στον Γκορ σκοπό και αυτό είναι να σκοτώσει όλους τους Θεούς. Γίνεται έτσι αυτομάτως ο κακός της υπόθεσης. Με τη βοήθεια του Κρίστιαν Μπέιλ και της ανατριχιαστικής του ερμηνείας, ο Γκορ καταφέρνει να χάσει τη χάρτινη υπόστασή του, αν και θα παραμείνει μέχρι το τέλος ένας μάλλον μονοδιάστατος ήρωας.
Υποκριτικά, η ταινία ανήκει στην Νάταλι Πόρτμαν και δικαίως όλοι μιλούν για την μεγάλη επιστροφή της στο ρόλο της Τζέιν Φόστερ. Η Πόρτμαν έχει αυτή τη φορά πολύ περισσότερο υλικό για να εμπλουτίσει το ρόλο της και να δείξει την γενναιότητά της αλλά και την εξυπνάδα της. Ναι, το «Thor: Love and Thunder» είναι η πρώτη καθαρόαιμη ρομαντική κομεντί της Marvel και ο Γουαϊτίτι πατώντας πάνω στην εξαιρετική χημεία του Κρις Χέσμγουορθ με την Πόρτμαν ασπάζεται ευλαβικά όλα τα κλισέ των ταινιών αυτών και τα μεταμορφώνει εδώ σε κάτι το marvelικά διασκεδαστικό, ακόμα και σε ένα μοντάζ σίκουενς με μουσική από τους ABBA (γιατί μπορεί).
Το «Thor: Love and Thunder» έχει μερικές εντυπωσιακές στιγμές (η σκηνή με την συνοδεία του «November Rain» των Guns n’ Roses είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές και πωρωτικές στιγμές του MCU), και άλλες φορές όχι και τόσο (η σκηνή στη Παντοδύναμη Πόλη φαίνεται σα να κρατάει πολύ περισσότερο από όσο θα έπρεπε και με τον Δία του Ράσελ Κρόου, και την αμφιλεγόμενη ελληνική προφορά του, να δίνει τροφή για πολλές συζητήσεις στα μέρη μας).
Αλλά πάνω από όλα αυτά είναι μια ρομαντική ταινία η οποία, με τον τρόπο της Marvel, θέλει να μας δείξει πως ο πόνος της μοναξιάς και το κενό που νιώθουμε είναι πολύ πιο δυνατά από τον πόνο που προκαλεί η ίδια η αγάπη. Και όλα αυτά σε μια κλασική περιπέτεια του Θορ, του οποίο το μέλλον είναι γραμμένο γεμάτο κεραυνούς και πολλή, ανιδιοτελή, αγάπη.