1940, Λονδίνο, Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Με το ηθικό της χώρας να βρίσκεται στα πρόθυρα του εκμηδενισμού, η Κάτριν, μία άπειρη σεναριογράφος, προσλαμβάνεται από το τμήμα κινηματογράφου του βρετανικού υπουργείου πληροφοριών ως μέρος ενός συνεργείου που δουλεύει κάτω από τη συνεχή απειλή των βομβαρδισμών προκειμένου να φτιάξει μία ταινία που θα ανυψώσει το πεσμένο ηθικό του λαού, αλλά και θα εμπνεύσει την Αμερική να προσφέρει τη βοήθειά της.

Αν υπάρχει ένας βασικός λόγος για να δει κανείς το νέο αγγλόφωνο φιλμ της Δανής Λόνε Σέρφινγκ, αυτός είναι ότι ξεχειλίζει από αγάπη και νοσταλγία για το ίδιο το σινεμά. Νοσταλγία, όχι γιατί δεν-τις-φτιάχνουν-πια-όπως-παλιά, αλλά για την ενθουσιώδη αποτύπωση της ίδιας της χαράς της δημιουργίας, της ομαδικής δουλειάς και ενός κοινού στόχου, ακόμα και σε εξαιρετικά δυσμενείς συνθήκες και υπό καθεστώς τεράστιας πίεσης από κάθε πιθανή πλευρά. Η ταινία αναφέρεται, άλλωστε, σε μια περίοδο όπου η κινηματογραφική παραγωγή (στην Αγγλία, όπως και αλλού) είχε σχεδόν εκμηδενιστεί εύλογα εξαιτίας του πολέμου και της έλλειψης πόρων, και οι μοναδικές παραγωγές που έπαιρναν το πράσινο φως ήταν οι προπαγανδιστικές, ή, πιο κομψά, εκείνες που στόχο είχαν την ανύψωση του ηθικού του βρετανικού λαού.

Μια τέτοια, πατριωτικού περιεχομένου, είναι κι αυτή στην οποία αναλαμβάνει να συνδράμει σχεδόν κατά λάθος η Κάτριν, η οποία βουτάει κατευθείαν στα βαθιά, καλούμενη να χαρίσει τη θηλυκή της ματιά κι ευαισθησία σε μια ταινία για την (περίπου) αληθινή ηρωική συμμετοχή δυο νεαρών γυναικών στη διάσωση των εγκλωβισμένων συμμαχικών στρατευμάτων από τις γαλλικές ακτές της Δουνκέρκης.

Η Σέρφινγκ και το σενάριο της Γκάμπι Τσιάπε (βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο της Λίσα Εβανς), καλώς ή κακώς, δεν ενδιαφέρονται να εμβαθύνουν περισσότερο πάνω στην έννοια της προπαγάνδας (η ίδια η λέξη δεν αναφέρεται ποτέ στο φιλμ)∙ η ταινία είναι πάνω απ’ όλα ένας φόρος τιμής στο ίδιο το σινεμά σαν μέσο απόδρασης και στη δύναμή του να εξυψώνει και εξιδανικεύει την πραγματικότητα, ακόμα κι αν πρώτα πρέπει να την παραποιήσει. Αλλωστε, ακόμα και σε αυτή τη δραματικά δύσκολη περίοδο, και συχνά σε αυτού του είδους το «απαραίτητο» θέαμα, άνθισαν μεγαλειώδη σκηνοθετικά ταλέντα του βρετανικού σινεμά, όπως ο Κάρολ Ριντ και το δίδυμο των Μάικλ Πάουελ και Εμερικ Πρεσμπέργκερ, το έργο των οποίων φέρνουν στο μυαλό οι σκηνές της ταινίας μέσα στην ταινία.

Ομως πέρα από μια ευπρόσδεκτη απόπειρα να ρίξει φως στην ιδιόμορφη διαδικασία κινηματογραφικής δημιουργίας της εποχής αυτής, το «Η Καλύτερη Στιγμή τους» είναι παράλληλα μια ταινία γυναικείας χειραφέτησης, το πορτρέτο μιας ηρωίδας που αποφασίζει ότι δεν θα δακρύζει απλά μπροστά στο μελόδραμα που ξετυλίγεται μπροστά της (είτε στη σκοτεινή αίθουσα είτε στην κανονική ζωή), αλλά θα γράψει η ίδια την ιστορία της. Στα ίχνη του τηλεοπτικού «Mad Men», αλλά και των πρόσφατων «Αφανών Ηρωίδων», η ταινία δίνει φωνή σε έναν γυναικείο χαρακτήρα που πασχίζει να χαράξει τη δική της πορεία σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο και να ξεφύγει από τη σκιά των ανδρών σε επαγγελματικό και προσωπικό επίπεδο, διεκδικώντας την αναγνώριση των μικρών αλλά τόσο σημαντικών προσωπικών θριάμβων της.

Είναι κρίμα, λοιπόν, που η ταινία χάνει εν μέρει το στόχο της, επιλέγοντας να υποκύψει κατά κάποιο τρόπο στις ίδιες συμβάσεις της εποχής που περιγράφει, όταν ο έρωτας κάνει σιγά σιγά την εμφάνισή του, ορίζοντας τις επιλογές μιας ηρωίδας που μόλις αρχίζει να βρίσκει τον εαυτό της. Κι αν για λίγο το φιλμ ορθοποδεί, χάνει και πάλι, αβέβαια, το βήμα του χάρη σε μια ανατροπή που συγκινεί αλλά δεν πείθει ακριβώς για την αναγκαιότητά της, πέρα από την εκπλήρωση μιας ρομαντικής κορύφωσης.

Ακόμα κι έτσι, το «Στην Καλύτερη Στιγμή τους» πατάει τα σωστά συναισθηματικά κουμπιά, διαθέτει αρκετό χιούμορ κι ένα ταλαντούχο καστ (απολαυστικός όπως πάντα ο Μπιλ Νάι στο ρόλο του ξεπεσμένου ηθοποιού), σινεφιλικές αναφορές και καλοφτιαγμένο θέαμα, του οποίου όμως τελικά οι παλιομοδίτικες χάρες υπερισχύουν της όποιας προσπάθειας για μια μοντέρνα απόπειρα ανατροπής τους.