Είναι παράξενο. Πρέπει να μιλήσεις για το κινηματογραφικό μεγάλου μήκους ντεμπούτο της Ισάνα Σιάμαλαν και οι διαδρομές της σκέψης σε οδηγούν στον πατέρα της. Δεν το κάνεις σαν μια εύκολη κριτική στο νεποτισμό ή τέλος πάντων στην (κληρονομική) διαδοχή - η κάθε κόρη κάθε σκηνοθέτη παντού στον κόσμο μπορεί και πρέπει να μπορεί να κάνει τις ταινίες που θέλει - αλλά το κάνεις γιατί οι «Παρατηρητές» θα μπορούσε να είναι μια ταινία του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν. Θα μπορούσε γιατί δεν είναι. Και αν ήταν θα είχε ίσως τα ίδια ή και περισσότερα προβλήματα από αυτά που έχει τώρα, αλλά θα ήταν σίγουρα μια ταινία πιο ενδιαφέρουσα, πιο κινηματογραφικά απολαυστική, πιο κλασική στον τρόπο που σε εμπλέκει ή σε κάνει να αγωνιάς, ενδεχομένως και να τρομάζεις.

Στους «Παρατηρητές» δεν τρομάζεις. Και δεν αγωνιάς. Και δεν προσπαθείς να βρεις τι ακριβώς συμβαίνει, όπως το κάνεις σε κάθε ταινία του Μ. Νάιτ Σιάμαλαν - ακόμη και σε εκείνες που στο τέλος σε αφήνουν μετέωρο ανάμεσα στο ανέκδοτο ή το… τέλος του κόσμου. Σκηνοθετημένο με τάξη και άποψη, το ντεμπούτο της Σιάμαλαν προδίδει νωρίς πως στο μεδούλι του έχει μια ιστορία που δεν φτάνει για να έχει νόημα. Και η διαδρομή προς τα εκεί, παραδοσιακή μεν (και το λέμε για καλό), με κάμποσες ιδέες (ατάκτως ερριμμένες) και ακόμη περισσότερες ατμοσφαιρικές σκηνές, αποδεικνύεται τελικά κάτι χειρότερο από όχι τρομακτική, διόλου συναρπαστική, επιτηδευμένα υπνωτική και σεναριακά υπερεξηγηματική. Αποδεικνύεται αδιάφορη.

Πράγμα δύσκολο όταν η αρχικά κάτι παραπάνω από ενδιαφέρουσα υπόθεση θέλει μια ομάδα ανθρώπων που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους να βρίσκονται παγιδευμένοι σε μια καλύβα στη μέση ενός δάσους. Μέσα βρίσκονται αυτοί, χωρίς ελπίδα διαφυγής. Eξω βρίσκονται οι… «παρατηρητές» του τίτλου που εμφανίζονται μόλις πέσει ο ήλιος. Και παρακολουθούν τους μέσα. Μόνο. Τουλάχιστον για την ώρα. Και κάπου εκεί ας μην αφήσετε κανέναν να σας πει κάτι περισσότερο για την υπόθεση της ταινίας, αφού αν γνωρίζεις και τα δυο τρία (ας τα πούμε) μυστικά της τότε δεν έχει πραγματικά τίποτα να προσφέρει εκτός από μια επιβεβαίωση πως ο άνθρωπος και η Φύση είναι δεμένοι με πολλαπλούς τρόπος που ενόψει της ολικής οικολογικής καταστροφής θα τους ανακαλύπτουμε κάθε φορά ακόμη πιο έκπληκτοι, πως η Ντακότα Φάνινγκ είναι μια σπουδαία πρωταγωνίστρια που πρέπει επιτέλους κάποιος να της δώσει το σωστό ρόλο και πως το τηλεοπτικό «Lost» υπήρξε πιο επιδραστικά για ό,τι συναντάμε πλέον ως απιθανότητα στο σύγχρονο σινεμά απ’ όσο νομίζαμε.

Σε μια προσφιλώς ακατανόητη επιλογή που κάνει πολλές ταινίες να υποχωρούν κάτω από το τελικά όχι και τόσο… βάρος τους, το «The Watchers» ξεκινάει πολύ νωρίς - πριν καν τα 45 του λεπτά - να εξηγεί ό,τι έχεις δει και μετά να βλέπεις και την εξήγησή του. Στο ίδιο μοτίβο θα φτάσει μέχρι το φινάλε του, όπου έχει εξαφανιστεί κάθε ίχνος από το όποιο μυστήριο του πρώτου «ηδονοβλεπτικού» μέρους και έχει απομείνει μια φολκ υπερανάλυση χωρίς κάλυψη σεναριακών κενών που προφανώς λειτουργούσε καλύτερα στη λογοτεχνική του πηγή (στο ομότιτλο best seller του Α.Μ. Σάιν που κυκλοφόρησε το 2022) αλλά φτάνει εδώ με εντελώς αντίθετα αποτελέσματα.

Η συμπαγής, πλούσια παραγωγή και ο (αδέξιος) χειρισμός των στοιχείων του τρόμου δεν κάνουν φυσικά μια ταινία τρόμου, αλλά κυρίως δεν κάνουν μια καλή ταινία τρόμου, καταδικάζοντας την στην ίδια ανέμπνευστη κεντρική θεώρησή της του να βλέπεις κάτι που τελικά δεν σου γεννιέται η επιθυμία να το απολαύσεις αλλά μάλλον να το σκοτώσεις. Από την πλευρά του παρατηρητή - θεατή, πρωτίστως από ανία.