[προσοχή: Το παρακάτω κείμενο δεν αποκαλύπτει σημαντικά τμήματα της πλοκής που έχουν νόημα για την αφήγηση της ταινίας, ωστόσο για τις ανάγκες της κριτικής ενδέχεται να χαλάσει εκπλήξεις για όποιον θεατή θέλει να δει την ταινία χωρίς να γνωρίζει τίποτα, γι' αυτό και προτείνουμε να διαβάσετε το κείμενο αφού την έχετε δει.]

Φτάνοντας αισίως στην 15η ταινία του, ο Μ. Νάιτ Σιάμαλαν βρίσκει απέναντί του θεατές που μπορούν πλέον να καταλάβουν νωρίς κάθε μεγάλη ή μικρή πτυχή της πλοκής της. Και αυτό γιατί είναι κάπως δύσκολο πλέον να μην περιμένεις πως κάποια στιγμή θα ακολουθήσει αυτό το καλά προγραμματισμένο twist στο οποίο μας έχει συνηθίσει (βλ. και εθίσει) όλα αυτά τα χρόνια ο σκηνοθέτης. Ομως, ακόμα και στις (πολύ) χειρότερές του προσπάθειες, αυτό που σίγουρα δεν μπορεί κάποιος να του προσάψει είναι ότι δεν παραμένει εφευρετικός με τις ταινίες του, κάνοντάς σε, ακόμα και σε μηχανικά ανεπαίσθητο βαθμό, να προσπαθείς να μαντέψεις τι πραγματικά συμβαίνει.

Αυτό το παιχνίδι με το κοινό του συνεχίζεται και στον «Χτύπο στην Καλύβα», το οποίο βασίζεται στο βιβλίο του Πολ Τρεμπλέι «The Cabin at the End of the World», όπου ενώ κάνουν διακοπές σε μια απομονωμένη καλύβα, ένα νεαρό κορίτσι και οι δύο γκέι γονείς του, αιχμαλωτίζονται από τέσσερις οπλισμένους αγνώστους, που απαιτούν από την οικογένεια να κάνει μια αδιανόητη επιλογή για να αποτρέψει την Αποκάλυψη. Η οικογένεια, έχοντας περιορισμένη πρόσβαση στον έξω κόσμο, πρέπει να αποφασίσει τι θα πιστέψει προτού χαθούν όλα.

Ο Σιάμαλαν προσεγγίζει, αρχικά, την ταινία του ως ένα κλασικό home invasion θρίλερ με όλα εκείνα τα στοιχεία που περιμένει να δει κάποιος σ' αυτό, θέλοντας από την αρχή να σε κάνει να νιώσεις αυτή την άγνωστη απειλή, η οποία μετατρέπεται σε τρόμο, που νιώθουν και οι ήρωές του καθώς αυτοί οι τέσσερις άγνωστοι χτυπούν την πόρτα του εξοχικού τους. Ομως όλο αυτό γρήγορα παραγκωνίζεται για να παίξει το πρώτο του, αν θέλετε, μεγάλο twist (και δεν πρόκειται για κάποιο spoiler) αρχίζοντας να μιλάει για μια επικείμενη Αποκάλυψη και πως το κλειδί για να αποτραπεί όλο αυτό είναι να θυσιαστεί αυτοβούλως ένα μέλος της οικογένειας.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας ποτέ δεν διευκρινίζει αν υπάρχει πραγματικά κάτι το υπερφυσικό σε όλο αυτό που διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια σου ή αν είναι απλώς κάποιοι άνθρωποι που θέλουν να κάνουν τρομακτικά πράγματα σε κάποιους άλλους ανθρώπους. Ο Σιάμαλαν παίζει με αυτή την ιδέα και η ταινία του γίνεται ενδιαφέρουσα όταν σε κάνει να αμφισβητείς τα πάντα, κοιτάζοντας την ιστορία του είτε από την πλευρά της οικογένειας (μην τους πιστεύεις, είναι τρελοί, αλλά αν υπάρχει μια πιθανότητα να λένε αλήθεια;), είτε από την πλευρά των ίδιων των αγνώστων (οι οποίοι γνωρίστηκαν για πρώτη φορά σε έναν γκρουπ στο ίντερνετ, συναντήθηκαν για πρώτη φορά στην καλύβα, αλλά αν όλα αυτά είναι απλώς στο μυαλό τους;). Αυτή η ασάφεια που κρύβεται πίσω από την πλοκή είναι ο τρόπος του Σιάμαλαν να προσπαθήσει να αντικατοπτρίσει τη ζοφερή εποχή στην οποία ζούμε, προσεγγίζοντας και σχολιάζοντας – ίσως σε μια καίρια στιγμή που ο πλανήτης ακόμα βρίσκεται κάτω από τη σκιά της πανδημίας – την εποχή της παραπληροφόρησης και το πώς αυτό μπορεί να επηρεάσει τις ζωές των ανθρώπων.

Κι όλα αυτά ο Σιάμαλαν τα κινηματογραφεί με έναν ασφυκτικό, σε στιγμές αρκετά κλειστοφοβικό, τρόπο φυτεύοντας έτσι από αρκετά νωρίς το σπόρο της αμφιβολίας στους θεατές του, χωρίς όμως να τον αφήνει να ανθίσει σε βαθμό που θα τον κάνει πραγματικά άξιο συζητήσεων. Αφήνοντας την όποια διάθεσή του για σάτιρα να χτυπήσει τις κλασικές κλισέ τροπές του, μπερδεύει περισσότερο παρά καταφέρνει να ιντριγκάρει πέφτοντας πάνω στον τοίχο της ίδιας της αυτοναφορικότητας που ο ίδιος έχει χτίσει.

Κινήσεις που δείχνουν όχι και τόσο καλά μελετημένες, σε στιγμές που μοιάζουν ανοργάνωτες και αφελείς, προσπαθώντας με κάποιον τρόπο να σε κάνουν να συνδεθείς με τους χαρακτήρες του, οι οποίοι για άλλη μια φορά είναι άνθρωποι ψυχολογικά τραυματισμένοι και ευάλωτοι, στο σημείο εκείνο της απόφασης που θα αλλάξει τη ζωή τους και μπορεί και τον κόσμο όλο, σε αποδιοργανώνουν και σε αποξενώνουν ακόμα περισσότερο από αυτούς. Προσπαθώντας να μπει στη ζωή του γκέι ζευγαριού, με τα διάφορα flashbacks για το πώς ο ένας από αυτούς δεν πήρε ποτέ την αποδοχή από τους ίδιους του τους γονείς, για την υιοθεσία της κόρης τους, αλλά και τις ευτυχισμένες (ή και όχι) στιγμές μαζί, και λιγότερο ίσως στις ζωές των τεσσάρων αγνώστων και το τι ήταν πριν από αυτή καθοριστική, για τη ζωή τους, στιγμή, ο Σιάμαλαν ποτέ δεν σε κάνει να νοιαστείς πραγματικά γι’ αυτούς και για τις (τρομαχτικές) αποφάσεις που ετοιμάζονται να πάρουν.

Πηδώντας κάπως ξέφρενα από το δράμα στο θρίλερ και πίσω πάλι, για να φτάσει στο (διφορούμενο) φινάλε του, το οποίο αρχίζει να ξετυλίγει το δικό του Αποκαλυπτικό κουβάρι, ο Σιάμαλαν αφήνεται ολοκληρωτικά σε ένα τελείως άσκοπο διδακτικό παραλήρημα για το πώς υπάρχει ελπίδα μέσα από την αγάπη ακόμα και όταν όλος ο κόσμος καταρρέει μπροστά στα μάτια σου, αλλά και για τη δύναμη της πίστης στον ίδιο τον άνθρωπο και την ανιδιοτέλειά του μπροστά σε μια αχαλίνωτη βία. Κάτι που θα μπορούσε να είχε μια αίσθηση πραγματικής λύτρωσης, αν ο ίδιος μέσα από αυτά τα δύσκολα (αναπάντητα) ερωτήματα που προσπαθεί να θέσει, έβρισκε το χρόνο και κυρίως τη διάθεση να τα στηρίξει.