Oταν το ένθετο γαστρονομίας μιας κυριακάτικης εφημερίδας αναθέτει στον κωμικό Στιβ Κούγκαν να γράψει κριτική για έξι εστιατόρια στη Βόρεια Αγγλία, εκείνος αποφασίζει να συνδυάσει εργασία και διασκέδαση και να πραγματοποιήσει το ταξίδι μαζί με την αμερικανίδα σύντροφό του. Oταν όμως εκείνη δεν μπορεί να αφήσει τις ΗΠΑ λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, o Στιβ βρίσκεται αντιμέτωπος με μια εβδομάδα γευμάτων για έναν, πράγμα που δεν είχε αρχικά κατά νου... Απρόθυμα, ζητά από το συνάδελφό του Ρομπ Μπράιντον, το μόνο άνθρωπο που μπορεί να σκεφτεί πως θα είναι διαθέσιμος, να τον συντροφεύσει. Έξι γεύματα σε έξι διαφορετικά εστιατόρια, όπου το φαγητό μπαίνει σε δεύτερη μοίρα και οι Στιβ και Ρομπ αστειεύονται και συζητούν για τις δουλειές τους, τις σχέσεις τους και τελικά τις ίδιες τις ζωές τους...
Ακόμη κι αν το φαγητό είναι το νέο πορνό, το Ταξίδι δεν είναι το γαστριμαργικό «9 Songs» του Μάικλ Γουιντερμπότομ, καθώς εδώ, οι δύο ήρωες δεν... κουβεντιάζουν όσο τρώνε, αλλά τρώνε όσο κουβεντιάζουν. Οι δυο τους δίχως κανένα φόβο να εκτεθούν, υποδύονται ελαφρά παραλλαγμένες εκδοχές του εαυτού τους, όπου μπορεί να εξασκούν το ίδιο επάγγελμα με την αληθινή τους ζωή, αλλά δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι σ' αυτή θα βρίσκονταν ποτέ να τρώνε στο ίδιο τραπέζι.
Στη διάρκεια αυτού φιλμ που μοιάζει με ένα ιδιότροπο μείγμα μυθοπλασίας και «ντοκιμαντέρ» οι δυο άντρες αυτοσχεδιάζουν και αστειεύονται, ανταγωνίζονται σε μιμήσεις και μιλούν επί παντός επιστητού, από τη σύνθεση του πιάτου μέχρι τις γυναίκες και τα συστατικά της ζωής τους. Ηθοποιοί και οι δύο, αλλά σε εντελώς διαφορετική φάση ζωής, μπορεί να μοιράζονται κάποια κοινά σημεία, αλλά τα άγχη και οι προτεραιότητές τους δείχνουν να διαφέρουν.
Στις προθέσεις του Μάικλ Γουιντερμπότομ ήταν να κάνει ένα φιλμ που να μοιάζει όσο το δυνατόν λιγότερο σκηνοθετημένο, κάτι σαν το making of ενός φιλμ ή μιας τηλεοπτικής σειράς, και βλέποντας το «Ταξίδι», συχνά αναρωτιέσαι πόσα απ' όσα συμβαίνουν στην οθόνη είναι προσχεδιασμένα και πόσα αυθόρμητα «τυχαία».
Το μόνο σίγουρο είναι ότι το χιούμορ είναι τυπικά βρετανικό, συχνά ξεκαρδιστικό, ακόμη κι αν στην επιφάνειά του μοιάζει στεγνό και δύστροπο. Oσο για την απόπειρα του σκηνοθέτη και των ηθοποιών του να περιπλέξουν τα όρια της αληθινής ζωής και του σινεμά, αυτή πετυχαίνει απόλυτα, έστω κι αν οι λεπτές αποχρώσεις αυτού του ελαφρώς ειρωνικού πειράματος, μοιραία χάνονται σε ένα κοινό που δεν γνωρίζει τις λεπτομέρειες των ζωών των δύο διάσημων στην Βρετανία ηρώων του, αλλά μόλις αναγνωρίσιμων στον υπόλοιπο πλανήτη. Κάτι που αφαιρεί από το παιχνίδι του «Ταξιδιού» λίγο από την απόλαυσή του, αλλά δεν εμποδίζει την ουσία της ταινίας να σερβιριστεί γευστικά σε κάθε θεατή...