Η Σάρα είναι Εβραία. Ιδιοκτήτρια ενός νέου καφέ στην Ιερουσαλήμ, παντρεμένη με έναν φιλόδοξο στρατιωτικό και μητέρα μίας μικρής κόρης. Μόλις στήνει μία επιχείρηση, αναγκάζεται να την κλείσει, καθώς, κάθε προαγωγή του άντρα της στο στρατό σημαίνει μετάθεση και μετακόμιση. Ο Σαλέμ είναι Παλαιστίνιος, κάτοικος ανατολικής Ιερουσαλήμ και μεταφορέας αρτοσκευασμάτων στα καφέ όλης της πόλης. Παλεύει με το μεροκάματο για να μετακομίσει με τη γυναίκα του, πριν εκείνη γεννήσει, μακριά από τα αδέλφια της που τους καταδυναστεύουν και τον κάνουν να νιώθει άχρηστο. Η παράνομη σχέση της Σάρα και του Σαλέμ είναι το μισάωρο που επιτρέπουν στον εαυτό τους να δραπετεύσει από όσα τους καταπιέζουν. Μόνο που μια νύχτα υπήρξαν απερίσκεπτοι. Ο Σαλέμ βάζει τη Σάρα στο φορτηγάκι του και περνούν στα κατεχόμενα για να κάνει μια παράδοση και να την κεράσει ένα ποτό. Ενας διαπληκτισμός στο μπαρ, το εβραϊκό μενταγιόν της, το κάρφωμα στις αρχές. Ο Σαλέμ συλλαμβάνεται, το μυστικό τους αποκαλύπτεται και το σεξ στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου παίρνει άλλες διαστάσεις: δεν μπορεί να ήταν απλά ένα παράνομο ζευγάρι που βρέθηκε στο λάθος μέρος, τη λάθος ώρα. Μήπως λειτουργούσαν ως κατάσκοποι;
Ο Παλαιστίνιος Μουάγιαντ Aλαγιαν, στη δεύτερη σκηνοθετική του προσπάθεια μετά το «Love, Theft and Other Entanglements», πατάει σ' ένα σενάριο που έγραψε ο αδελφός του, Ραμί Αλαγιαν, για να μιλήσει για πολλά περισσότερα από έναν απαγορευμένο έρωτα. Κι όμως, ειρωνικά, μόνο αυτό ήταν. «Ηταν απλά σεξ. Πηδιόμασταν!» λέει απελπισμένος ο Σαλέμ σε μία βίαιη στιγμή της ανάκρισής του. Αλλά κανείς δεν τον πιστεύει.
Γιατί ο πραγματικός πρωταγωνιστής στην ταινία είναι μία διχασμένη πόλη. Με σαφές φυσικό, κοινωνικοπολιτικό και ψυχολογικό σύνορο. Κανονικά θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει το χτύπημα στον “άμαχο” πληθυσμό: δυο παντρεμένοι εξαπατούν τους συντρόφους τους, τι πλήγμα φέρνει αυτό στην εμπιστοσύνη, στο σχέση, στο σπίτι τους; Ομως ο Σαλίμ και η Σάρα, παγιδευμένοι στον αμείλικτο κατοχικό μηχανισμό ενός τόπου που βράζει, έχουν να λογοδοτήσουν για πολλά περισσότερα.
Ο Αλαγιαν ακολουθεί τη φόρμα ενός πολιτικού θρίλερ για να μας περιηγήσει στην Ιερουσαλήμ. Το τείχος υπάρχει παντού. Είναι εθνικό - «όλοι απατάμε στο γάμο μας, αλλά Αραβα βρήκες; Τόσο απελπισμένη ήσουν;» λέει η υπάλληλος της Σάρα, όταν της ομολογεί τη σχέση της. Είναι ταξικό – εκείνη είναι Εβραία μεγαλοαστή, εκείνος ανήκει στην εργατική τάξη (ακόμα κι ο τρόπος που ο Αλαγιαν χρησιμοποιεί τον ήχο και την κίνηση της κάμερας στα διαφορετικά κομμάτια της πόλης διαχωρίζει την ποιότητα ζωής στις διαφορετικές γειτονιές). Είναι θρησκευτικό – ακόμα κι ο τρόπος που συμπεριφέρονται στις γυναίκες, από την μία ή την άλλη πλευρά του τείχους, υποδηλώνει το σαφές ρήγμα.
Παρόλη την ενδιαφέρουσα ιδέα, ο Αλαγιαν δεν ξεφεύγει από την παγίδα της δεύτερης ταινίας – εκεί που συνήθως οι σκηνοθέτες θέλουν να τα πουν όλα. Η φιλοδοξία του να καλύψει όλα τα επίπεδα, να εξετάσει όλες τις πλευρές, να τονίσει όλες τις βαθιές ειρωνίες, να δώσει λόγο και στους δευτεραγωνιστές, να μας ρίξει στα βαθιά του νομικού μπερδέματος και της πολιτικής διαφθοράς, αντί να ενισχύσουν το δράμα, το ξεχειλώνουν. Και σε διάρκεια και σε ένταση.
Κι αυτό αφαιρεί από το να εστιάσει ο φακός του στις ερμηνείες με ένα καστ (και Ισραηλινών ηθοποιών, παρόλο που δεν είναι ισραηλινή συμπαραγωγή, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά) που θα μπορούσε να απογειώσει τις στιγμές του αν δεν χανόταν στη σκηνοθετική φλυαρία.
Η καρδιά της ταινίας όμως μοιάζει να επικοινώνησε και να έπεισε τόσο την κριτική επτροπή όσο και το κοινό του φεστιβάλ του Ρότερνταμ, όπου έκανε την πρεμιέρα της: βραβεύτηκε με τα βραβεία Σεναρίου και Κοινού.