Τα ντοκιμαντέρ της Πάολας Ρεβενιώτη είναι σαν την ίδια.
Αληθινά, σκληρά, διασκεδαστικά, σαν μικρές αφηγήσεις που, μέσα από το μοναδικό βλέμμα της, ελευθερώνονται στο χωροχρόνο και ξαφνικά αποκτούν δική τους νέα ζωή. Ελαφριά σαν τον καπνό ενός τσιγάρου που τον παίρνει ο αέρας και βαρυ-σήμαντα όσο η πολύτιμη διάσωση της προφορικής μνήμης.
Μια ιστορική καταγραφή που είναι ταυτόχρονα υποχρέωση, δικαίωμα και ακτιβιστική πράξη μαζί. Τεκμηριώσεις μυθικές και όμως κολλημένες πεισματικά στην πραγματικότητα. Κομμάτια ενός μαγικού σύμπαντος, φτιαγμένου από τα υλικά της εμπειρίας, της οργής, της διεκδίκησης, του αβίαστου γέλιου, της σοφίας. Της πίστης στη ζωή, το μέλλον και κυρίως, κόντρα σε όλες τις προβλέψεις, στον άνθρωπο.
Ντοκιμαντέρ - αποστάγματα μιας σοφίας που ξεκινούν από το «θρύλο της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας», αλλά καταλήγουν στην Πάολα Ρεβενιώτη, την εκδότρια του «Κράξιμο», τη σκηνοθέτη (τα «Καλιαρντά», μόνο ένα ανάμεσα σε πολλά), την ακτιβίστρια, την πολυσχιδή καλλιτέχνη με τον πολιτικό αλλά πριν από αυτό, ανθρώπινο λόγο.
Οι «Πικροδάφνες» είναι κάτι ακόμη περισσότερο.
Είναι τα τακούνια τριών μύθων της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, της Πάολας Ρεβενιώτη, της συγγραφέα, ηθοποιού, ακτιβίστριας Μπέττυς Βακαλίδου (της «Μπέττυς», της «Στρέλλας», των θεατρικών παραστάσεων και τόσων άλλων) και της χορεύτριας, ηθοποιού, ακτιβίστριας Εύας Κουμαριανού (μύθος στις «Κούκλες», ενεργό μέλος του Σωματείου Υποσήριξης Διεμφυλικών, ανάμεσα σε άλλα), ακριβώς τη στιγμή που αυτά σπάνε κράσπεδα, λεωφόρους, πεζοδρόμια, αστικούς μύθους και δεκαετίες προκαταλήψεων για να ζωντανέψουν τη ζωή στις πιάτσες του πληρωμένου έρωτα πίσω στην εποχή που η Λεωφόρος Συγγρού δεν είχε νησίδες αλλά χωριζόταν από πικροδάφνες.
Μια απολαυστική, βαθιά συγκινητική, ρομαντική, βόλτα σε έναν κόσμο που δεν υπάρχει πια, αλλά που πρέπει με κάθε τρόπο να μείνει ζωντανός.
Θα μπορούσε κανείς να σταθεί για ώρες στον λυτρωτικά απενοχοποιημένο τρόπο με τον οποίο οι τρεις γυναίκες μιλούν για ένα «ένδοξο» παρελθόν που δεν το νοσταλγούν, δεν το αναπολούν, αλλά το καταγράφουν γλαφυρά με τα χρώματα, τις οσμές και όλη την αλήθεια που του αρμόζει.
(Παραμένει μοναδική στην ιστορία της τεκμηρίωσης και του οποιουδήποτε συμβολισμού για τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα η θέση πάνω στην οποία χτίστηκε το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, σε μια από τις σκηνές ανθολογίας του ντοκιμαντέρ.)
Η Πάολα Ρεβενιώτη όμως γνωρίζει πως οι ιστορίες, όσο απαραίτητες κι αν είναι προκειμένου να μην χαθούν, να αρχειοθετηθούν και να συνεχίσουν να ζουν, υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν μόνο επειδή συνδέονται με το παρόν. Η μελαγχολική της ματιά είναι επιβεβλημένη όχι φυσικά επειδή κάτι τελείωσε, αλλά επειδή χρόνια μετά τα κεκτημένα της κοινότητας δεν κατάφεραν να κάνουν κομμάτια την υποκρισία της ελληνικής κοινωνίας.
Η Λεωφόρος Συγγρού δεν χωρίζεται πια από παρτέρια με πικροδάφνες, στις οποίες κολλούσαν τα τακούνια των τρανς που έτρεχαν κάθε φορά που έσκαγε η αστυνομία. Είναι πια μια λεωφόρος στο μεταίχμιο μιας νέας αστικής πολιτιστικής εξωραϊστικής λογικής που χωράει μόνο το «περιθώριο» που μοιάζει αποδεκτό και hype από την meta εποχή κι όχι από την «αθωότητα» ενός παρελθόντος που μοιάζει να την έχει ποτίσει, αλλά μοιάζει πλέον εξοστρακισμένη από το παρόν.
Η βόλτα της Πάολας, της Μπέττυς και της Εύας (ο σεβασμός είναι απείρως μεγαλύτερος όταν τις αποκαλούμε με τα μικρά τους ονόματα, όχι πλέον ως σύμβολα αλλά ως πραγματικές ηρωίδες, survivors και διαχρονική έμπνευση για μια ολόκληρη γενιά) είναι ταυτόχρονα ένα ντοκουμέντο αλλά και μια ολόκληρη κοσμογονία. Χωνεμένα μέσα στις άπειρες, αλλά κυρίως μυθικές, ζωές τους, όλα όσα λέγονται δεν χρωματίζονται από τίποτα παρά μόνο από μια εποχή που έχει περάσει ανεπιστρεπτί (;) και η οποία υπήρξε ο καθρέφτης της υποκρισίας της ελληνικής κοινωνίας. Λίγα άλλαξαν και πολλά θα αλλάξουν, άλλα πάλι θα μείνουν ίδια και η Συγγρού θα συνεχίσει να «κερδίζει» από το «αμαρτωλό» παρελθόν της χωρίς να του ανταποδίδει παρά μόνο περιφρόνηση, αλλά η ματιά της Πάολας Ρεβενιώτη υπερβαίνει ακόμη κι αυτό.
Δηλώνει ευθαρσώς πως η Αθήνα ήταν κάποτε μια πόλη που έσταζε επιθυμία, καταγράφει τις σκοτεινές διαδρομές που οδήγησαν πολλές τρανς να οδηγηθούν στην τρέλα, παραμένει αστεία και ελαφριά ακόμη κι όταν αφηγείται μια σειρά από πολύ σκοτεινές στιγμές, δεν τρομάζει μπροστά στο μελόδραμα, φτάνει στο σπίτι του Ταχτσή και στις πρώτες θρυλικές συναντήσεις του ΑΚΟΕ, συνοψίζει τη σύγχυση (ή και την απόλυτη σύμπνοια) ανάμεσα στο ιδιωτικό και το δημόσιο και εκτός από τη συναρπαστικά θλιμμένη του αφήγηση καταλήγει σε κάτι πολύτιμο.
Οι «Πικροδάφνες» είναι σαν να χαρτογραφούν από την αρχή μια Αθήνα που μοιάζει να χάνει τα σημάδια που την καθορίζουν, ηθελημένα (αν και φωτισμένη υγρά και με ζεστή πρσμονή) άχρωμη ή, τουλάχιστον, μονόχρωμη. Βάζουν ξανά στη σωστή τους θέση τα σημεία αναφοράς μιας συναρπαστικής, θαρραλέας εποχής που έγινε η βάση για οτιδήποτε σήμερα μοιάζει δεδομένο και «σκάβουν» κάτω από την άσφαλτο και τα τσιμέντα μιας με το ζόρι κανονικότητας για να αφήσουν ένα σπόρο από τη ζωή που κάποτε άφηνε τα σημάδια της να φαίνονται.
Αφιερώνοντας σε όλους όσους τότε, τώρα και για πάντα θα βγαίνουν εκεί έξω και θα διεκδικούν, παίρνοντας όλα τα ρίσκα, την ευτυχία και την καύλα. Τη δική τους. Και των άλλων.