Ο 17χρονος Τιμ γίνεται δεκτός στο μουσικό οικοτροφείο «Μότσαρτ» στη μέση της χρονιάς, μετά το θάνατο του πατέρα του. Το μισό του όνειρο ζωής έχει πραγματοποιηθεί. Το άλλο μισό είναι να γίνει διάσημος τραγουδιστής όπερας. Μόνο που ο αυστηρός διευθυντής της σχολής, οι «προνομιούχοι» μαθητές που του κάνουν bullying και ένας έρωτας που θα τον βάλει σε μπελάδες θα σταθούν εμπόδιο. Η λύση θα έρθει μέσα από μια μαγική πόρτα στη βιβλιοθήκη της σχολής που οδηγεί στο σύμπαν του «Μαγικού Αυλού» του Μότσαρτ, της αριστουργηματικής όπερας που ετοιμάζεται να ανεβάσει και η σχολή στο τέλος της χρονιάς.

Εκεί, στο σύμπαν της όπερας (;) θα υποδυθεί τον κεντρικό ήρωα, Πρίγκιπα Ταμίνο - το ρόλο που επιθυμεί διακαώς να ερμηνεύσει και στην πραγματικότητα - ο οποίος θα ερωτευτεί την κόρη της Βασίλισσας της Νύχτας και θα αναλάβει να τη σώσει από δεσμά του Μάγου Ζαράστρο. Για να τα καταφέρει θα πρέπει να πιστέψει στη δύναμη της αγάπης και της μουσικής…

Μια (και κυριολεκτικά) φανταστική ιδέα, που θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν μια πρώτης τάξης εισαγωγή στον κόσμο της όπερας για ένα νεανικό, απαίδευτο κοινό - ειδικά με «παράδειγμα» το αριστούργημα του Μότσαρτ - μετατρέπεται εδώ σε ένα ακατανόητο μίξερ κινηματογραφικών ειδών, χωρίς όμως την τρέλα, την τόλμη ή το ταλέντο που θα λειτουργούσε ως συγκολλητική ουσία για κάτι που δεν είναι όμως ούτε εφηβική ταινία, ούτε μιούζικαλ, ούτε όπερα, ούτε τίποτα τελικά, παρά μόνο μια συρραφή από σκηνές που εκτείνονται από το αδιάφορο μέχρι το camp και πάλι πίσω σε μια φλατ ιστορία «ενηλικίωσης» που δεν αγγίζει παρά μόνο ως αξιοπερίεργο τον θεατή.

Δεν είναι μόνο το ακατανόητο της αγγλικής μετάφρασης του λιμπρέτου του «Μαγικού Αυλού», όσο η μεταφορά του σε χαμηλές οκτάβες ενός μιούζικαλ που δεν θα υπέγραφε ποτέ ο Μότσαρτ, με ελαφρώς οπερατικά μέρη μόνο το σύνολο των αριών - με κορυφαία αυτή της Βασίλισσας της Νύχτας. Και δεν είναι μόνο η ναΐφ προσέγγιση ενός μύθου που κρύβει πολλά περισσότερα μέσα στο φαινομενικά παιδικό περιτύλιγμά του, αλλά η γενική αίσθηση μιας στρογγυλεμένης εκδοχής της εφηβείας που προφασίζεται πως μιλάει και για τη διαφορετικότητα αλλά με έναν μάλλον ομογενοποιημένο και τελικά ακόμη πιο συντηρητικό τρόπο.

Περισσότερο από όλα είναι η διαρκής απορία για το τι ακριβώς εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια σου, κυρίως επειδή ό,τι και να είναι (και δεν έχει κανείς πρόβλημα με το «ανένταχτο», το «τολμηρό» και το «πειραματικό» ή με τη σκέψη «ποιος να παίξει τον διευθυντή σε μια σχολή που λέγεται "Μότσαρτ" - ας βάλουμε τον Φ. Μάρεϊ Εϊμπραχαμ που πήρε Οσκαρ παίζοντας τον Σαλιέρι στο "Amadeus" του Μίλος Φόρμαν), δεν διαθέτει καθόλου ψυχή και συναίσθημα. Μοιάζει με μια δοκιμή πάνω σε κάτι που διαρκώς αμφιταλαντεύεται αν θέλει να παραδοθεί στη «μαγεία» του Μότσαρτ ή σε ένα αδιάφορο copycat δεκάδων κολεγιακών ταινιών που θα ήθελαν να εκτυλίσσονται στο Χόγκουορτς - γέρνοντας διαρκώς προς το δεύτερο.

Αν για κάποιο λόγο ενδιαφέρεστε για τον «Μαγικό Αυλό», θα βρείτε το μεγαλείο του οπουδήποτε αλλού (ακόμη και σε μια φτηνή ηχογράφηση του στο YouTube) εκτός από εδώ.