Μ’ αρέσει αυτή η γειτονιά. Ετσι όπως είναι. Χωμένη μες στην πολιτεία. Δίπλα στη μεγάλη λεωφόρο. Στριμωγμένη, λες και πάει να σκάσει. Το κάθε σπιτάκι κολλητά με τ’ άλλο. Μια σανίδα τα χωρίζει. Ακούς τις κουβέντες του διπλανού σου. Ξέρεις τι ώρα ξυπνάει το πρωί. Τι ώρα κοιμάται. Τώρα λες πλένεται, τώρα ανοίγει την πόρτα…

Η πρώτη ταινία του Νίκου Κούνδουρου, όταν εκείνος ήταν μόνο 28 χρόνων και με το πάθος του για το σινεμά να φλογίζει το βλέμμα του, είναι ένα φιλμ που, πια, 70 χρόνια μετά τη δημιουργία του, αποκτά διαφορετικές εικόνες και ερμηνείες, αναλόγως από πού κοιτάζεις την πολυπρισματική του ύπαρξη.

Είναι μια ταινία θρύλος: ο Κούνδουρος τη γύρισε λίγο μετά τη «λήξη» του εμφυλίου, την εποχή της σαρωτικής εθνικοφροσύνης, μόλις γύρισε από την εξορία του στη Μακρόνησο, δίνοντας ρόλους και στους συγκρατούμενούς του, Μάνο Κατράκη και Θανάση Βέγγο, σε σενάριο της Μαργαρίτας Λυμπεράκη, με μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, χαράσσοντας βαθιά στην κινηματογραφική ιστορία μια εικόνα της Αθήνας και της κατεστραμένης, αποκαρδιωμένης εργατικής τάξης της.

Κεντρικός ήρωας είναι ο Κοσμάς, ένας βιοπαλαιστής οδηγός φορτηγού, που ζει στο Δρουγούτι, αυτό που τώρα λέμε Νέο Κόσμο αλλά τότε ήταν ένα μάτσο από χαμόσπιτα και όνειρα φυγής. Ο Κοσμάς θέλει κι αυτός ν' αλλάξει ζωή, να βρει έναν τρόπο να ξεφύγει από το... γεω-κοινωνικό πεπρωμένο του, αλλά η σύνδεσή του με τον υπόκοσμο της περιοχής τον φέρνει, αντίθετα, σ' ένα αδιέξοδο που απειλεί τη ζωή του και τον έρωτά του με την Ψιψίνα.

Εξίσου πολιτικό, πολύ πιο πρωτόλειο από τον «Δράκο» που ακολούθησε, αυτό εδώ είναι ένα φιλμ που, σήμερα, μοιράζεται το θρύλο του με το αξίωμα του ντοκουμέντου. Ο Κούνδουρος κάνει μια ταινία νεορεαλιστική σε ύφος, που όμως σήμερα αποκτά μια διάσταση της φαντασίας, σχεδόν του υπερρεαλισμού. Η μαγική πόλη του βρίσκεται στα «παιχνίδια», στο υποτυπώδες διαρκές πανηγύρι που κρύβει εγκλήματα και πάθη κι έχει χαβανέζες, μπανιστιράκι και χορό της κοιλιάς. Από τις μικρές καμαρούλες στο λοφο ή στη θάλασσα, σ' ένα κόσμο συναρμολογημένο σαν φτηνό παιδικό παιχνίδι, αλλά όχι αρμονικό, ανοίγει τη θέα όχι μόνο στο ταλέντο και την αίσθηση του κατεπείγοντος του δημιουργού της, αλλά κυρίως, πια, σ' ένα ελληνικό βίωμα ταξικής ανισότητας και μανίας για την ελευθερία που ποτίζει τη δική μας εποχή και τις επόμενες.

Μπορεί η «Μαγική Πόλη» να διαβάζεται σήμερα από τη μια μ' ένα σχετικό διδακτισμό, από την άλλη με βαριά στερεότυπα στους λεβέντες ή μάτσο άντρες και τις γυναίκες πλανεύτρες ή θύματα, αλλά οι στόχοι και τα επιτεύγματά της, πια, δεν στέκονται στην αφήγηση και στην εικόνα της. Προχωρούν σε μια διάσταση μαρτυρίας, της καλλιτεχνικής έμπνευσης και της ιδεολογικής δύναμης ενός καθοριστικού έργου τέχνης. Κι αυτό την κάνει, σήμερα, στ' αλήθεια μαγική.