Σε μια σκηνή του φιλμ της Αντρεα Μπέρλοφ, τοποθετημένου στη Νέα Υόρκη της διετίας 1978-79, ένας Ιταλός αρχιμαφιόζος από το Μπρούκλιν μιλά για το σχέδιο ανάπλασης ενός οικοδομικού τετραγώνου που γειτονεύει με την Times Square και που προβλέπεται, λέει, να ολοκληρωθεί σε πέντ-έξι χρόνια. Η αναφορά, τουλάχιστον η χρονολογική, είναι ακριβής. Είναι γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’80 που ξεκινά ο ταχύτατος εξευγενισμός του μεσοδυτικού Μανχάταν, του κομματιού των πέντε διαμερισμάτων της νήσου που ήλεγχε επί δεκαετίες η ιρλανδική μαφία και έγινε διαβόητο ως Hell’s Kitchen.
Ομως η ταινία, όπως προηγούμενα και το βιβλίο κόμικ της DC στο οποίο βασίστηκε, βγάζει απ’ έξω την Κόλαση και αφήνει μόνο την Κουζίνα ως τίτλο, για λόγους αμφισημίας προφανώς. Είναι η Κουζίνα η συνοικία, είναι και η γνωστή μας κουζίνα η οικιακή, η θηλυκής παραδοσιακά χρήσης. Ο πρωτότυπος τίτλος παίζει με τις αναγωγές, κάτι που ο ελληνικός αδυνατεί να το κάνει, οπότε και αφήνει πλήρες το Χελς Κίτσεν, τσοντάροντας επεξηγηματικά τον υπότιτλο «Βασίλισσες του εγκλήματος».
Αυτόματα, λοιπόν, δηλώνεται το περιεχόμενο: γυναίκες και υπόκοσμος. Και δοθέντος πως μιλάμε για τον πατριαρχούμενο υπόκοσμο του ’70, όπου οι γυναίκες αρκούνταν στον ρόλο της στωικής συντρόφου του εκτός κι εντός οικίας κακοποιού, αμέσως φανερώνεται και η πρόθεση: γυναικεία ενδυνάμωση.
Και ενδυναμώνονται πράγματι οι τρεις γυναίκες του «Χελς Κίτσεν» μετά τον εγκλεισμό των συζύγων τους για τη ληστεία μιας κάβας. Η Κάθι, η πιο συνετή, γιατί έχει να θρέψει δύο παιδιά. Η Ρούμπι, η κατά συρροή απατημένη Αφροαμερικάνα, επειδή δεν έγινε ποτέ πραγματικά δεκτή από τη γειτονιά και τη δεσποτική Ιρλανδή πεθερά της. Και η Κλερ γιατί θέλει να ανταποδώσει την ψυχική και σωματική κακοποίηση που από χρόνια υπέμενε από τους άντρες. Οι τρεις τους θα αναλάβουν το νταβατζιλίκι στο οποίο μεσολαβούσαν οι σύζυγοι, και σύντομα θα γίνουν οι απόλυτες προστάτιδες της γειτονιάς, αφήνοντας πολλούς νεκρούς πίσω τους.
Οπότε η γυναικεία ενδυνάμωση που λέγαμε διογκώνεται σε επί πτωμάτων φεμινισμό. Θέμα σοβαρό, από τον χειρισμό του οποίου περιμένει κανείς, ειδικά τις εποχές τούτες, στιβαρότητα και επιχειρήματα. Αντ’ αυτού, η υποψήφια για Οσκαρ σεναριογράφος («Straight Outta Compton») και πρωτοεμφανιζόμενη εδώ σκηνοθέτης σκιαγραφεί ρηχά και αποδελτιώνει βιαστικά. Μέχρι και ο απλός ρεβανσισμός χάνει τη σημασία του ως μοτίβο ελέω της παράλογης σε ευκολία ανέλιξης και ακατάληπτης σε λεπτομέρειες μπίζνας των αντιηρωίδων, ενώ, μέσα στο κομφούζιο, ακόμη και η Κλερ (Ελίζαμπεθ Μος), ο πιο ενδιαφέρων και gory χαρακτήρας της ιστορίας, χάνει την ευκαιρία να εξελιχθεί σε μια θηλυκή εκδοχή του σκορσεζικού Τόμι ΝτεΒίτο (Τζο Πέσι, στα «Καλά Παιδιά»).
Αν η ταινία ήταν μια σατιρικού αέρα μαύρη κωμωδία (την οποία ακουμπάει μονάχα φοβισμένα η άπειρη Μπέρλοφ), ίσως και να κατέληγε ουσιαστικότερη. Έτσι όπως είναι, θυμίζει σπλάτερ εκδοχή του «Powerpuff Girls» μάλλον παρά κοινωνικοφυλετική μελέτη.