Υπάρχουν ταινίες οι οποίες μπορεί να έχουν καλές προθέσεις, αλλά η (πρόχειρη) εκτέλεσή τους τις κάνει να μοιάζουν περισσότερο ως ένα κακόγουστο αστείο παρά ως κάτι που θα μπορούσες να πάρεις στα σοβαρά. Μια από αυτές είναι και «Η Πρόσκληση», μια ταινία η οποία εμπνέεται (πολύ πολύ) ελευθέρα από τον «Δράκουλα» του Μπραμ Στόουκερ, αλλά καταλήγει να είναι ένα κακογραμμένο fanfiction κάποιου γυμνασιόπαιδου, με το χαρισματικό δίδυμο των πρωταγωνιστών της να είναι το μόνο που το κρατάει με το ζόρι στη ζωή.
Μετά το θάνατο της μητέρας της και έχοντας μείνει μόνη στον κόσμο, η Εβι κάνει τεστ DNA και ανακαλύπτει πως έχει έναν μακρινό ξάδελφο, την ύπαρξη του οποίου δεν γνώριζε. Οταν η νέα της οικογένεια την προσκαλεί σε έναν χλιδάτο γάμο στην αγγλική εξοχή, αρχικά σαγηνεύεται από τον αριστοκράτη οικοδεσπότη, όμως σύντομα βρίσκεται παγιδευμένη σε έναν εφιάλτη επιβίωσης καθώς πίσω από την οικογενειακή ιστορία αποκαλύπτονται διεστραμμένα μυστικά και προθέσεις.
Η σκηνοθέτης Τζέσικα Μ. Τόμσον φιλοδοξεί να μας πείσει από την αρχή πως υπάρχει κάτι σκοτεινό και διεστραμμένο μέσα στον σύμπαν το οποίο θέλει να χτίσει. Και, ναι, στην αρχή ίσως καταφέρνει να δημιουργήσει μια κάπως απόκοσμη ατμόσφαιρα, με μια μικρή δόση μυστηρίου για bonus, όμως όλα αυτά μοιάζουν απλές μικρές αναλαμπές ως το τέλος. Κι αυτό γιατί θέλοντας να γίνει άλλη μια ταινία η οποία βάζει πάνω από όλα το αλληγορικό σχόλιο πάνω στην εποχή του #metoo και την πατριαρχία, το white male privilege και την ταξική και φυλετική διαφορά, συνδυάζοντάς τα με ένα love story σε επίπεδα Αρλεκιν και σεναριακές τροπές ταινιών με βρικόλακες, πέφτει στα επίπεδα ενός γεμάτου κλισέ και καρτουνίστικου, και αρκετά συχνά γελοίου, στα όρια του καμπ, θεάματος. Ακόμα και οι αναφορές στο «Δράκουλά» του Μπραμ Στόουκερ μοιάζουν ανέμπνευστες, άβολες και πολλές φορές βεβιασμένες, χωρίς λόγο και ουσία.
Τα μηνύματα μπορεί να είναι σαφή, αλλά δυστυχώς παρουσιάζονται με έναν τρόπο ο οποίος δεν τους προσδίδει τον αντίκτυπο που ίσως είχαν ως πρόθεσή τους τόσο η Τόμσον όσο και η σεναριογράφος Μπλερ Μπάτλερ. Και σε αυτό δεν βοηθάει και τόσο το πώς παρουσιάζουν την πρωταγωνίστριά τους Εβι. Η Νάταλι Εμάνουελ προσεγγίζει τον χαρακτήρα της με τσαγανό, γοητεία και δυναμισμό και είναι αρκετά χαρισματική για να σου κρατήσει το ενδιαφέρον ως το τέλος, αλλά το σενάριο της αφαίρει ένα μεγάλο μέρος από αυτά από ένα σημείο και μετά, κάνοντάς την να παίρνει τη μια λάθος απόφαση μετά την άλλη. Κάπως μοιάζει παράλογο το να την έχεις να είναι ενάντια σε όλη αυτή την χλιδή και τα προνόμια του 1% και, τελικά, απλά να πείθεται, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, να μπει σε αυτή την κλίκα.
Ακόμα και όταν το τελευταίο μέρος επιλέγει επιτέλους να αγκαλιάσει περισσότερο τις αιμοδιψείς ορέξεις του (και των θεατών) είναι λίγο κάπως αργά για να σου κρατήσει το ενδιαφέρον και να σε διασκεδάσει. Η ίδια η δράση είναι ως επί το πλείστον αναίμακτη και προβλέψιμη μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια και δεν φτάνει ποτέ στη ζαλισμένη βία ή την διαβολικά αιματηρή διασκέδαση του «Εισαι Ετοιμος;», ή ακόμα και από το διαστροφικό χιούμορ του «Τρέξε!» του Τζόρνταν Πιλ, ταινίες οι οποίες φαίνεται πως έχουν επίσης επηρεάσει τους δημιουργούς της. Κι αυτό είναι κρίμα γιατί η πλοκή μοιάζει περισσότερο να ενδιαφέρεται για το ρομάντζο μεταξύ της Εβι και του Γουόλτερ, παρά για τον τρόμο που ίσως έχει υποσχεθεί από την αρχή.
Η «Πρόσκληση» είχε τις βάσεις να γίνει κάτι παραπάνω από μια κάτω του μετρίου ταινία με βρικόλακες. Οι δαγκωματιές που κάνει πάνω στην διασκέδαση, όμως, παραμένουν αρκετά επιφανειακές, γλείφοντας τα τραύματά βεβιασμένα και επουλώνοντάς τα χωρίς να δώσει χρόνο και χώρο για να αναδειχθεί ο τρόμος που κρύβεται πίσω από αυτά. Μια πρόσκληση στην οποία, αν και δείχνει αρχικά θελκτική στην αρχή, το RSVP σίγουρα είναι αρνητικό.