Οταν γεννιέσαι ηθοποιός, με την παλιότερη, ρομαντικότερη ιδέα του επαγγέλματος, όταν από τα παιδικά σου χρόνια η ζωή που ζεις υπάρχει σε γραμμένους ρόλους περισσότερο απ’ ότι γύρω σου, όταν έχεις ένα έμφυτο ταλέντο που σ’ έχει ανεβάσει στα ουράνια κι αυτό, μια μέρα, τελειώνει, χάνεται, σκεπασμένο από τα χρόνια που πέρασαν κι ο ένας ρόλος μπερδεύεται με τον άλλο σ’ ένα κουβάρι χωρίς άκρη, η ζωή μοιάζει να μην αξίζει να τη ζεις. Εκτός αν τύχει ν' ανακαλύψεις ξανά τη νεανική φρεσκάδα. Αλλά και πάλι δεν μπορείς να είσαι σίγουρος ότι είναι πραγματική κι όχι δημιούργημα του μπερδεμένου σου μυαλού. Κάπου εκεί, στο «The Humbling», βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Φίλιπ Ροθ, γνωρίζουμε τον Σάιμον Αξλερ του Αλ Πατσίνο, σπουδαίο ηθοποιό σε πτώση. Πραγματική, αυτοκτονική πτώση από τη σκηνή.
Ο Σάιμον δεν πεθαίνει (παρότι δε σταματά τις προσπάθειες) κι αποτραβηγμένος στο πολυτελές σπίτι του ξανασυναντά την κόρη φίλων, που «κάποτε» ήταν παιδάκι αλλά τώρα μια όμορφη, δυναμικά, πάντα ερωτευμένη μαζί του λεσβία, η οποία ξυπνά μέσα του τον έρωτα όταν όλα κοιμούνται. Μάλλον. Γιατί τίποτα στο «The Humbling» δεν είναι βέβαιο ότι συμβαίνει πραγματικά, τυλιγμένο σε μια ομίχλη φαντασίας, αποστηθισμένων ρόλων και αληθοφανών ονείρων.
Σα να είπε ο Μπάρι Λέβινσον στον παλιόφιλο Αλ Πατσίνο, εβδομηντάρηδες πια κι οι δυο, δεν κάνουμε αυτήν την ταινία, που μιλά για όσα συμβαίνουν σε μας, σήμερα; Και την έκαναν, με λίγα χρήματα, μέσα σε 20 μέρες, στο σπίτι του Λέβινσον στο Κονέκτικατ, έτσι απλά. Γιατί με μια πυκνή, σκοτεινή ατμόσφαιρα και συχνά κωμικά διαλείμματα αυτή είναι η ιστορία της υπερήλικης νοσταλγίας για τη δόξα, την επιτυχία, το θαυμασμό, το σεξ, τον έρωτα, τη σφριγηλή σάρκα και το ζωντανό μυαλό. Την οποία ο Λέβινσον σκηνοθετεί συνδέοντας την ένταση ενός θρίλερ, τα gags μιας φαρσοκωμωδίας, τη μαγνητοσκόπηση θεατρικών μονολόγων και την εικονοποίηση των παιχνιδιών του μυαλού, με τη σταθερότητα, αν όχι την πρωτοτυπία, που του έχουν δώσει τέσσερις δεκαετίες καριέρας.
Η αλήθεια είναι ότι το όλο εγχείρημα συχνά ξεφεύγει σ’ ένα αποτυχημένο παραλήρημα, με σεναριακές και σκηνοθετικής εξάρσεις υπερβολής ή βαρετά ξεστρατίσματα. Η Γκρέτα Γκέργουιγκ στο ρόλο της «μούσας» Πεγκίν μοιάζει να έχει μεγαλώσει αντίστροφα, προς την παιδικότητα, με μια ερμηνεία – αφρό που πηγαινοέρχεται από το αισθησιακό στο αθώο κι απ’ το φατάλ στο κακομαθημένο ανόητο με το ανοιγοκλείσιμο ενός βλεφάρου. Η Νίνα Αριάντα κλέβει την παράσταση των δεύτερων ρόλων ως παρανοϊκή Σίμπιλ που θέλει να πείσει τον Σάιμον να δολοφονήσει τον παιδόφιλο άντρα της, επειδή έχει παίξει τόσο καλά το δολοφόνο στο σινεμά που σίγουρα θα το καταφέρει. Μικρές εμφανίσεις από την Νταϊάν Γουιστ και τον Νταν Χεντάγια είναι χαριτωμένες κι ευπρόσδεκτες, η αντίστοιχη της Κίρα Σέτζγουικ σχεδόν αφόρητη.
Αλλά μέσα σ’ αυτή την άνιση σύνθεση, ο Αλ Πατσίνο απλώς δεν επιτρέπει τα μάτια και το μυαλό να κουραστούν στιγμή, απορροφημένα από το πολύπλοκο ταλέντο του, σ’ ένα δείγμα του τι μπορεί να κάνει με τρόπο που έχουμε να δούμε χρόνια, έστω με μικρά τηλεοπτικά διαλείμματα όπως το «You Don’t Know Jack» και πάλι του Λέβινσον, ή το «Phil Spector». Ανάμεσα στην εξαιρετική κωμωδία (όπως στη σκηνή όπου ισοπεδωμένος από παυσίπονα για άλογα εξαιτίας της ευαίσθητης μέσης του προσπαθεί ν’ αρθρώσει επιχειρήματα απέναντι στους γονείς της νεαρής του φιλενάδας) και τα λεπτά εκφραστικά του βλέμματα (όπως όταν απολογείται που δε θέλει να ξαναδεί στην τηλεόραση παλιούς του ρόλους), χωρίς ίχνος από τις φωνές και τα ντεσιμπέλ που αποτελούσαν εδώ και καιρό τα μοναδικά του όπλα, ευαίσθητος, ευμετάβλητος, ερωτεύσιμος, πληθωρικός και συγκρατημένος, διασκεδαστικός και συγκινητικός, φέρνει στον Σάιμον Αξλερ και τα κοινά τους στοιχεία μια σαρωτική ερμηνεία, την καλύτερη της καριέρας του των τελευταίων δεκαετιών. Και, τι ειρωνεία, αντίθετα με τον αποπροσανατολισμένο Σάιμον, ο ρόλος του Αλ Πατσίνο θα τον οδηγήσει όχι σ’ ένα φαντασιακό έρωτα με τη νιότη, αλλά σε θριάμβους και βραβεία για την ωριμότητά του και την υποκριτική του μαγεία.